Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν από τους πρώτους που επικοινώνησαν με τον Νίκο Ανδρουλάκη το βράδυ της Κυριακής, μόλις ξεκαθάρισε το τοπίο στις εσωκομματικές κάλπες του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, προκειμένου να τον συγχαρεί για την επανεκλογή του στην προεδρία του Κινήματος. Το τηλεφώνημα αυτό όμως, δεν αποτελεί μόνο ένδειξη ευγένειας αλλά και ένα ξεκάθαρο μήνυμα για διάθεση συνεργασίας και αποφυγής ακραίων αντιπαραθέσεων μεταξύ των δύο πλευρών. Ο πρωθυπουργός, με σταθερό προσανατολισμό στη στήριξη του κεντρώου ακροατηρίου, προχωρά σε τέτοιου είδους κινήσεις ώστε να εδραιώσει την εικόνα του ως ηγέτης, που επιδιώκει τα συγκλίσεις αντί για τις πολώσεις.
Κατά συνέπεια η επιλογή του να συγχαρεί τον κ. Ανδρουλάκη και η συνακόλουθη επιδίωξή του να έχει άμεση συνάντηση μαζί του, είναι καλά μελετημένη. Αντιλαμβάνεται ότι η ενίσχυση των σχέσεων με το ΠΑΣΟΚ μπορεί να του επιτρέψει να διατηρήσει σημαντική στήριξη από τον κεντρώο χώρο, διατηρώντας προνομιακή σχέση με ψηφοφόρους που απορρίπτουν τις ακραίες αντιπαραθέσεις και αναζητούν σταθερότητα.
Από την αρνηθείσα συνάντηση στο νέο άνοιγμα
Αξίζει να σημειωθεί πως δεν είναι η πρώτη φορά που ο Κυριάκος Μητσοτάκης απλώνει «κλάδο ελαίας» στον Νίκο Ανδρουλάκη. Και κατά την προηγούμενη εκλογική του επικράτηση στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, ο πρωθυπουργός είχε επικοινωνήσει μαζί του για να τον συγχαρεί, όμως η συνάντηση μεταξύ τους δεν πραγματοποιήθηκε, καθώς ο Ανδρουλάκης είχε επιλέξει να την αποφύγει εξαιτίας και της υπόθεσης των υποκλοπών εις βάρος του. Η επικείμενη συνάντηση αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς θα καθορίσει εάν οι δύο ηγέτες μπορούν να αναπτύξουν θεσμική συνεργασία σε κρίσιμα θέματα, όπως η ψήφος των αποδήμων και οι μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση. Στη Νέα Δημοκρατία βλέπουν την επανεκλογή του Ανδρουλάκη ως μια ευκαιρία να οικοδομηθεί μια νέα μορφή πολιτικού διαλόγου. Ταυτόχρονα όμως, η κυβέρνηση στέλνει το μήνυμα ότι, ενώ ο πολιτικός ανταγωνισμός είναι αναπόφευκτος, δεν πρέπει να μετατρέπεται σε στείρα αντιπαράθεση.
Η κυβέρνηση θεωρεί ότι, παρόλο που το ΠΑΣΟΚ έχει κερδίσει νέα δυναμική από τις εσωκομματικές εκλογές, δεν συνιστά (τουλάχιστον στην παρούσα φάση και παρά τις διαλυτικές τάσεις στην αξιωματική αντιπολίτευση) άμεση απειλή για την πολιτική κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας. Η ενδυνάμωση του ΠΑΣΟΚ, ωστόσο, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη αποδυνάμωση του ΣΥΡΙΖΑ, ενδέχεται να το αναδείξει σε βασικό πολιτικό αντίπαλο της κυβέρνησης.
Στο Μαξίμου δεν υποτιμούν αυτή την προοπτική και σχεδιάζουν κινήσεις που θα αναδείξουν τις αδυναμίες του ΠΑΣΟΚ σε προγραμματικό επίπεδο. Στόχος θα είναι να καταδειχθεί πως παρά τις όποιες προσπάθειες ανανέωσης από τον Ανδρουλάκη, οι προτάσεις του κόμματός του παραμένουν ασαφείς και αναποτελεσματικές. «Μένει να δούμε αν το ΠΑΣΟΚ θα διατυπώσει μια συνεκτική και κοστολογημένη εναλλακτική πρόταση», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης.
Η πίεση που θα ασκηθεί πάνω σε κομβικά ζητήματα
Η κυβέρνηση σχεδιάζει να πιέσει το ΠΑΣΟΚ σε καίρια ζητήματα, όπως η ψήφος των Ελλήνων του εξωτερικού και η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων. Η στρατηγική αυτή αποσκοπεί στο να αναδείξει τις εσωτερικές αντιφάσεις του ΠΑΣΟΚ και να το αναγκάσει να πάρει θέση σε θέματα που έχουν ιδιαίτερη σημασία για το κεντρώο κοινό. Η Νέα Δημοκρατία θα επιδιώξει να πείσει τους ψηφοφόρους ότι ο Ανδρουλάκης, παρά τις προσπάθειές του να αναδείξει μια νέα εικόνα, παραμένει δέσμιος των ίδιων πολιτικών που χαρακτηρίζουν το κόμμα του εδώ και χρόνια.
Παράλληλα, η κυβέρνηση στοχεύει να διατηρήσει την προνομιακή σχέση της με το εκσυγχρονιστικό κέντρο, το οποίο θεωρεί κρίσιμο για την εκλογική της ισχύ. Στο Μέγαρο Μαξίμου εκτιμούν ότι μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου θα έχει ξεκαθαρίσει αν το ΠΑΣΟΚ μπορεί να αποτελέσει σοβαρή απειλή για την πολιτική κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας, κάτι που θα εξαρτηθεί και από τις εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία. Οι δημοσκοπήσεις που θα διεξαχθούν το επόμενο διάστημα θα δώσουν επίσης σημαντικά στοιχεία για τη δυναμική των κομμάτων και την απήχηση των πολιτικών τους θέσεων. Η κυβέρνηση εμφανίζεται βέβαιη ότι οι κινήσεις που έχει κάνει έως τώρα θα της επιτρέψουν να διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία στο πολιτικό σκηνικό. Σε κάθε περίπτωση, η επικείμενη συνάντηση Μητσοτάκη-Ανδρουλάκη αναμένεται να δώσει το στίγμα για τις μελλοντικές σχέσεις των δύο κομμάτων και τις πιθανές προοπτικές θεσμικής συνεργασίας.