Με αφορμή την επικείμενη επέτειο των 50 χρόνων από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, ο υπουργός Επικρατείας Άκης Σκέρτσος παραθέτει, σε άρθρο του στην εφημερίδα «Τα Νέα Σαββατοκύριακο», τις επιτυχίες και τις αποτυχίες της μεταπολίτευσης, όπως, όμως, και ποιες δυνάμεις στάθηκαν διαχρονικά στη σωστή πλευρά της ιστορίας, όπως αναφέρει.
Στα θετικά, «η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία αποδείχθηκε η πιο ανθεκτική και ειρηνική δημοκρατική περίοδος των τελευταίων 200 χρόνων. Μολονότι ξεκίνησε με νωπό το εθνικό τραύμα της τουρκικής εισβολής και κατοχής στην Κύπρο, στη διάρκειά της αποφύγαμε πολέμους, εμφυλίους και πολιτειακές εκτροπές». Ταυτόχρονα, «γίναμε μέρος της ευρωπαϊκής οικογένειας, διευρύναμε τα δικαιώματα και την ευημερία των πολιτών, πετύχαμε την ομαλή εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία, την κοινωνική κινητικότητα και τη διεύρυνση της μεσαίας τάξης ενώ διαχειριστήκαμε μία (ακόμη) χρεοκοπία χωρίς ευτυχώς να καταστραφούμε».
Στα αρνητικά, «δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσουμε ότι φτάσαμε την περασμένη δεκαετία πολύ κοντά στην καταστροφή, το διχασμό και τη ρήξη με την Ευρώπη – που παρόλα αυτά μας διέσωσε – εξαιτίας ενός στρεβλού, κρατικοδίαιτου και εσωστρεφούς μοντέλου ανάπτυξης αλλά και του αριστερόστροφου και τοξικού εθνολαϊκισμού που τον εξέθρεψε», σημειώνει ο κ. Σκέρτσος. Επικαλούμενος, εξάλλου, το βιβλίο του καθηγητή συγκριτικής πολιτικής Τάκη Παππά «Παράδοξη χώρα: Γιατί η Ελλάδα υστερεί σε σχέση με την Ιρλανδία και την Πορτογαλία;», σχολιάζει ότι «συνειδητοποιούμε όλες αυτές τις χαμένες ευκαιρίες της μεταπολίτευσης και τι μπορούμε να μάθουμε από τις δύο χώρες».
Σύμφωνα με τον υπουργό Επικρατείας, «η απουσία μιας πολιτικής κουλτούρας διακυβέρνησης περισσότερο εστιασμένης στην παραγωγή αποτελέσματος, στη μέτρηση, στην αξιολόγηση, στη σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη, στην ανάληψη πολιτικής ευθύνης και τη διόρθωση λαθών, στην αναζήτηση πραγματικών συναινέσεων στο κοινωνικό πεδίο, ευθύνεται για τη μακροχρόνια υστέρηση μας σε μια σειρά από κρίσιμα πεδία πολιτικής». Φέρνει, δε, και ορισμένα «ηχηρά παραδείγματα», όπως αναφέρει: «η εκτεταμένη φοροδιαφυγή, η διάχυτη ανομία και ατιμωρησία, η πολεοδομική αυθαιρεσία, η απόκλιση από τα εκπαιδευτικά δεδομένα της υπόλοιπης Ευρώπης, η αναξιοκρατία και η διαφθορά στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, η κατάρρευση του ασφαλιστικού συστήματος, η καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης».
Ταυτοχρόνως, όμως, στηλιτεύει και τη «συγκρουσιακή πολιτική κουλτούρα της μεταπολίτευσης. Του αέναου πολιτικού blame game που πετούσε έως την κρίση χρέους το μπαλάκι των ευθυνών και των λύσεων από τον έναν πόλο εξουσίας στον άλλον, οδηγώντας όμως τελικά στη μη επίλυση και διόγκωση αυτών των προβλημάτων. Μας τα δίδαξε όλα αυτά με οδυνηρό τρόπο η δεκαετία της κρίσης, όταν οι δυνάμεις της πατριωτικής και ευρωπαϊκής ευθύνης βρεθήκαμε στο ίδιο πολιτικό στρατόπεδο για να διασώσουμε ό,τι μπορούσε να διασωθεί. Εκεί ξαναγνωριστήκαμε, επανασυστηθήκαμε και κατανοήσαμε ότι όσα μας ενώνουν είναι περισσότερα από εκείνα που μας χωρίζουν. Ότι τα άλματα που πρέπει να κάνει η Ελλάδα προς την Ευρώπη απαιτούν και διαφορετικά κόμματα. Πιο ανοιχτά, τολμηρά και εξωστρεφή, περισσότερο ευρωπαϊκά και μεταρρυθμιστικά», υπογραμμίζει χαρακτηριστικά.
Γι’ αυτό, συμπεραίνει, «η πολιτική διεύρυνση που έχει πετύχει η νέα Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη παράγει ένα νέο πολιτικό υπόδειγμα πολλαπλώς χρήσιμο. Διότι με την πολιτική ευρυχωρία που την χαρακτηρίζει, πάντα στη βάση των πολιτικών αρχών και αξιών του φιλελευθερισμού, του ευρωπαϊσμού, της μετριοπάθειας και του κοινοβουλευτισμού, η νέα Νέα Δημοκρατία απαντάει – μεταξύ άλλων – και σε αυτή την ελληνική ιδιαιτερότητα της αδυναμίας συναινέσεων μεταξύ των πολιτικών κομμάτων. Εγγυάται έτσι την αναγκαία πολιτική σταθερότητα για να πετύχουμε την επιθυμητή σύγκλιση με την Ευρώπη, μέσω ενός ισχυρού, δημοκρατικού και αυτοδύναμου κόμματος εξουσίας που εκπροσωπεί μια πλατιά κοινωνική συμμαχία της πατριωτικής ευθύνης, της δυναμικής ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής».
Και το άρθρο Σκέρτσου κλείνει ως εξής: «Κάπως έτσι η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη γίνεται το μόνο ιστορικό κόμμα της μεταπολίτευσης που κατάφερε να ανανεωθεί χωρίς να καταρρεύσει στη διάρκεια της κρίσης. Με το ειλικρινές κάλεσμα του Πρωθυπουργού σε ευρύτερες δημοκρατικές και φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις που κατανόησαν βιωματικά τα αδιέξοδα της στείρας αντιπαράθεσης, αλλά και με τις βαθιές ρίζες που έχει η παράταξη της ΝΔ στην ελληνική κοινωνία, μπορούμε να πάμε επιτέλους μπροστά με περισσότερη αυτογνωσία, αυτοκριτική και αλήθεια», επισημαίνει. Ενώ εύχεται, κλείνοντας, «να το πετύχουν και τα κόμματα της αντιπολίτευσης διότι έτσι θα μπορούμε να ατενίζουμε με ακόμη μεγαλύτερη αισιοδοξία και τα επόμενα 50 χρόνια της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας».