Ι. Οι φετινές ευρωεκλογές παρουσιάζουν ιδιαίτερο – σε σχέση με παλαιότερες αντίστοιχες αναμετρήσεις – ενδιαφέρον, λόγω, τόσο των όσων βίωσε το εκλογικό σώμα την προηγούμενη πενταετία (πανδημία κορωνοϊού, ρωσοουκρανικός πόλεμος και ανατιμήσεις ενεργειακών προϊόντων, άνοδος του πληθωρισμού και του κόστους χρήματος, κλιμάκωση των εντάσεων στη Μέση Ανατολή, γενικότερη ακρίβεια και υποβάθμιση της ποιότητας ζωής), όσο και των κρίσιμων αποφάσεων που το νέο Ευρωκοινοβούλιο θα κληθεί να λάβει προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι προκλήσεις της νέας γεωστρατηγικής «κανονικότητας», αλλά και οι δυσλειτουργίες των απαρχαιωμένων δομών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.).

Παρ’ όλα αυτά, τα θέματα που άπτονται της ευρωπαϊκής ενοποίησης και της σύνθεσης της ομάδας των 21 ευρωβουλευτών μας, δεν φαίνεται να συγκεντρώνουν το επιβαλλόμενο ενδιαφέρον του ευρύτερου κοινού και των περισσότερων πολιτικών μας κομμάτων.

Η επόμενη, όμως, πενταετία ίσως κρίνει και το μέλλον του, τόσον ελκυστικού πριν από λίγα χρόνια, ευρωπαϊκού οράματος, καθώς τα προβλήματα της γηραιάς μας ηπείρου συνεχώς οξύνονται. Και οι ευρωεκλογές είναι η μοναδική ευκαιρία, κατά τη διάρκεια μιας πενταετίας, που όλοι οι πολίτες της Ένωσης εκλέγουν, άμεσα, ένα όργανο διοίκησης του κοινού τους «σπιτιού».

• Με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ένας από τους βασικούς πυλώνες πάνω στους οποίους θεμελιώθηκε το ευρωπαϊκό ενωσιακό εγχείρημα, η ειρήνη, τραυματίσθηκε σοβαρά. Δύο μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη συγκρούονται, με τεράστιο κόστος (ανθρώπινες ζωές και υλικές καταστροφές) και η Ε.Ε. υφίσταται τις οικονομικές συνέπειες ενός αδιέξοδου πολέμου, τον οποίον στάθηκε αδύναμη να προβλέψει, να προλάβει ή, έστω, να σταματήσει, μέχρι και σήμερα.

Παράλληλα, η απουσία κοινής, εξωτερικής και αμυντικής, πολιτικής, ανέδειξε περίτρανα την περιορισμένη πολιτική αυτονομία της Ένωσης που ναρκοθετεί τήν αξιοπιστία της στην υπεράσπιση των κοινοτικών συνόρων και υποβαθμίζει το διεθνές της κύρος.

Οι νέοι ευρωβουλευτές και ιδιαίτερα εκείνοι που θα εκπροσωπούν τις πιο ευάλωτες οικονομίες, θα έχουν εξαιρετικά δύσκολο έργο στις Βρυξέλλες, καθώς θα κληθούν να εξισορροπήσουν, στον κοινοτικό προϋπολογισμό, τις υποχρεώσεις από την κούρσα εξοπλισμών, με τις ανάγκες για ευημερία των πολιτών.

O πόλεμος Ρωσίας – Ουκρανίας δεν ήταν αναπόφευκτος και η συνέχισή του δεν είναι μονόδρομος.

• Το θέμα, όμως, που φαίνεται ότι θα δεσπόζει στις εργασίες του νέου Ευρωκοινοβουλίου αφορά στον τρίτο πυλώνα της Ε.Ε., την (ενδοκοινοτική) αλληλεγγύη, η ουσιαστική απουσία της οποίας, τα προηγούμενα χρόνια, ευθύνεται για σοβαρές κοινοτικές υστερήσεις και παθογένειες μελών.

Οι ανισότητες ανάμεσα στο Βορρά της Ε.Ε. και το μεσογειακό Νότο της, έντονες και πριν από το 2008, διευρύνθηκαν μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της κρίσης χρέους, οι οποίες σηματοδότησαν το τέλος των πρωτοβουλιών οικοδόμησης ενός ισχυρού κοινωνικού κράτους.

Οι ανισότητες αυτές μπορούν να αντιμετωπισθούν, με τη μεταφορά πόρων από τον πλούσιο Βορρά, στον ασθενέστερο Νότο, για τον εκσυγχρονισμό του παραγωγικού του ιστού και την ταχύτερη πράσινη και ψηφιακή μετάβαση της βιομηχανίας του και με κοινό δανεισμό (ευρωομόλογο).

Το νέο ευρωκοινοβούλιο οφείλει να τολμήσει, ώστε οι λογικές διεκδικήσεις των πολιτών για μια διαφορετική ευρωπαϊκή πορεία, να μη χαθούν στα γρανάζια της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών και στην επιμονή των ισχυρών.

Η ελληνική εμπειρία από την αναποτελεσματικότητα της λιτότητας στην επιτάχυνση της ανάπτυξης και η εντεινόμενη δυσαρέσκεια ευρωπαίων ψηφοφόρων που οδηγεί στην ενίσχυση αντισυστημικών πολιτικών ομάδων, αποτελούν, πάντως, την καλύτερη απόδειξη ότι η σημερινή παρακμιακή εξέλιξη της Ε.Ε. που επηρεάζει αρνητικά την καθημερινότητά μας, δεν μπορεί να συνεχισθεί και ότι η ρήξη με το παρελθόν είναι επιβεβλημένη.

• Τελευταία, εξαιτίας της έντασης του ανταγωνισμού ανάμεσα στην Ευρώπη, τίς Η.Π.Α. και την Κίνα, και την πίεση που ασκούν οι απειλές μιας νέας κοινοτικής ύφεσης φαίνεται ότι, όχι μόνον η ενδοκοινοτική αλληλεγγύη εξασθενεί περισσότερο, αλλά παρατηρείται και καταστρατήγηση βασικών αρχών της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Αγοράς, γεγονός που έχει διχάσει τα μέλη της Ένωσης και, σύντομα, θα προβληματίσει το νέο Ευρωκοινοβούλιο.

Στον τομέα της επιχειρηματικής δραστηριοποίησης, οι ίσοι όροι ανταγωνισμού αποτελούν τη βασική προϋπόθεση ομαλής λειτουργίας των αγορών.

Είναι γεγονός, ότι πρώτα οι Η.Π.Α. υιοθέτησαν μέτρα προστασίας της παραγωγής τους (γενναιόδωρα προγράμματα του Προέδρου Μπάιντεν για την αναζωογόνηση της αμερικανικής βιομηχανίας και υιοθέτηση ελκυστικών φοροαπαλλαγών και επιδοτήσεων, για την προσέλκυση μεγάλων ευρωπαϊκών επενδύσεων).

Ασφαλώς, και η ενίσχυση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας είναι επιβεβλημένη, θα πρέπει, όμως, να γίνεται με ίσους, για όλους, όρους, ώστε να μη διευρυνθούν, ακόμη περισσότερο, οι ενδοκοινοτικές ανισότητες.

Οι νέοι ευρωβουλευτές θα κληθούν να ανατρέψουν πρακτικές ισχυρών οικονομικών συμφερόντων, γεγονός που απαιτεί, γνώσεις, εμπειρία, δυνατότητα σφαιρικής αξιολόγησης των διεθνών τάσεων και αγωνιστικότητα.

ΙΙ. Η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης βρίσκεται, σήμερα, σε μια κρίσιμη καμπή, καθώς ο ρόλος της γηραιάς μας ηπείρου στη διεθνή «σκακιέρα» συνεχώς υποβαθμίζεται.

Γύρω μας όλα αλλάζουν: νέοι αναπτυξιακοί πόλοι εδραιώνονται, παραδοσιακές εφοδιαστικές αλυσίδες υπολειτουργούν, οι συσχετισμοί ισχύος αλλάζουν ταχύτατα και παλιές διακρατικές συμμαχίες επανεξετάζονται, ο διάλογος για την επίλυση διαφορών απουσιάζει συχνά, οι απειλές από την κλιματική αλλαγή επίμονα αγνοούνται, αι μεταναστευτικές ροές διογκώνονται, ο προστατευτισμός της εγχώριας παραγωγής επιστρέφει και ο όγκος του διεθνούς εμπορίου περιορίζεται.

Η Ευρώπη, όμως, δεν αφυπνίζεται και δεν συνειδητοποιεί την επιτακτική ανάγκη εξόδου από τη στασιμότητα της απραξίας της.

Η σκοπιμότητα, έστω και τώρα, ενός ουσιαστικού και χωρίς ανώφελους λαϊκισμούς, δημόσιου διάλογου για εναλλακτικές στρατηγικές ενοποίησης της Ευρώπης – η χρησιμότητα της οποίας δεν αμφισβητείται – είναι αναγκαία.

Και τα Επιμελητήρια αποτελούν έναν από τους πιο κατάλληλους φορείς για την υλοποίηση του στόχου αυτού.