Η τριήμερη κοινοβουλευτική διαδικασία για την πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, αλλά και οι παραιτήσεις των κ.κ. Παπασταύρου και Μπρατάκου μονοπώλησαν τη συνέντευξη του υπουργού Επικρατείας, Μάκη Βορίδη, στον τηλεοπτικό σταθμό ΑΝΤ1.
Ξεκινώντας από το δεύτερο θέμα, «εκτιμήθηκε από τον πρωθυπουργό, σε συνεννόηση με τους δύο πρώην υπουργούς, τους δύο συναδέλφους μου, ότι αυτό (σ.σ. η επίσκεψη στην οικία του επιχειρηματία Βαγγέλη Μαρινάκη) εξέπεμψε ένα λάθος μήνυμα. Από τη στιγμή που έχει ανοίξει όλη αυτή η συζήτηση και εμείς λέμε αυτά τα οποία λέμε για το πώς κατέληξε το ΠΑΣΟΚ να καταθέσει αυτήν την πρόταση δυσπιστίας, προφανώς η συγκεκριμένη παρουσία των συγκεκριμένων δύο τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή εξέπεμπε ένα λάθος μήνυμα», δήλωσε για το εν λόγω θέμα ο υπουργός Επικρατείας.
Στη διαπίστωση δε, ότι η επίσκεψη δεν ήταν σε γνώση του πρωθυπουργού, ο κ. Βορίδης απάντησε «σωστά». Ενώ στο ερώτημα, εάν εκείνος θα πήγαινε στη συγκεκριμένη συνάντηση, απάντησε με το σχόλιο, «πολύ πετυχημένη κίνηση δεν ήταν». Διευκρίνισε, πάντως, στην επόμενη φράση του, ότι δεν ενοχοποιεί τις σχέσεις πολιτικών με εκδότες ή επιχειρηματίες.
Εξ΄ άλλου, συνέχισε, «το οριοθέτησε πολύ καλά στην ομιλία του χθες ο πρωθυπουργός, ο καθένας έχει το ρόλο του. Και οι εκδότες μπορούν να γράψουν αυτά που θέλουν να γράψουν […] και η κυβέρνηση αν θεωρεί ότι θίγεται σε κάτι, έχει δικαίωμα απαντήσεως. Εκείνο το οποίο δεν είναι σωστό, είναι να μην είναι καθαροί, σαφείς και οριοθετημένοι οι ρόλοι. Αυτή είναι η μεγάλη συζήτηση». Επιπλέον, από τη μια «η κυβέρνηση υπερασπίζεται το δημόσιο συμφέρον» και από την άλλη «σε μια ανοιχτή οικονομία, σε μια ανοιχτή κοινωνία, σε συνθήκες καπιταλιστικής οικονομίας, η ύπαρξη συμφερόντων είναι μια πραγματικότητα».
Στο σημείο αυτό της συνέντευξης ο κ. Βορίδης μίλησε, για τους δύο παραιτηθέντες υπουργούς: «Στην περίοδο της θητείας τους έχουν βοηθήσει πάρα πολύ και έχουν προσφέρει πάρα πολλά, το λέω μετά λόγου γνώσεως, είχα καθημερινή συνεργασία μαζί τους».
Πάντως, προσέθεσε, «εάν είχαν πάει στο σπίτι του Βαγγέλη Μαρινάκη ή του οποιουδήποτε, για να το αποπροσωποποιήσω, ο οποίος μπορεί να είναι εκδότης, να έχει ένα κανάλι, να είναι επιχειρηματίας και είχαν πάει σε οποιαδήποτε διαφορετική στιγμή, δεν νομίζω ότι θα δημιουργούσε τέτοιο θέμα. Το θέμα ήταν η στιγμή, η συγκυρία, ο χρονισμός».
Όμως, ο όλος χειρισμός «δείχνει και την αυστηρότητα με την οποία αντιμετωπίζει ο πρωθυπουργός ορισμένα θέματα», υπογράμμισε ο υπουργός Επικρατείας. Και από την άλλη, «πράγματι είναι δύο στενοί συνεργάτες του πρωθυπουργού, είμαι βέβαιος ότι ήταν γι αυτόν μια δύσκολη απόφαση εξαιτίας της αξίας και της σημασίας αυτών των ανθρώπων». Ενώ στη δημοσιογραφική παρατήρηση ότι είχε προηγηθεί η υπόθεση Δημητριάδη, παρατήρησε πως «δεν είναι της ίδιας τάξεως θέμα».
Ερωτηθείς για τις πληροφορίες που θέλουν τον ίδιο, τον κ. Βορίδη δηλαδή, να αναλαμβάνει επιπλέον καθήκοντα εντός του κυβερνητικού σχήματος, απάντησε πως δεν έχει την παραμικρή ενημέρωση, επίσης δήλωσε άγνοια για το ενδεχόμενο ανασχηματισμού.
Μία ακόμη επισήμανση του υπουργού ήταν ότι η συνάντηση «δεν μπορεί να ήταν σε γνώση του πρωθυπουργού και ταυτόχρονα να οδηγούνται σε παραίτηση» τα δύο κυβερνητικά στελέχη, καθώς κάτι τέτοιο «είναι ανακόλουθο». Εν τέλει, ήταν «μια συνάντηση με κοινωνικά χαρακτηριστικά», επανέλαβε.
Για την πρόταση δυσπιστίας υποστήριξε ότι «όχι απλώς η κοινοβουλευτική πλειοψηφία στήριξε συμπαγώς την κυβέρνηση, αλλά βγαίνει και ενισχυμένη». Ειδικότερα, ο πρωθυπουργός μίλησε απολύτως πειστικά, όπως είπε, «για τη μυθολογία, την παραφιλολογία, τη συκοφαντία και τα ψεύδη, τα οποία έχουμε ακούσει όλο αυτόν τον καιρό σε σχέση με τα Τέμπη. Μίλησε με καθαρότητα με ειλικρίνεια, απευθύνθηκε πρωτίστως και κυρίως σε εκείνους που έχουν χάσει δικούς τους ανθρώπους, απευθύνθηκε στην κοινωνία πρωτίστως και κυρίως, δευτερευόντως στην αντιπολίτευση».
Επιπροσθέτως είπε ότι , ο πρωθυπουργός έδωσε απάντηση για τη «μονταζιέρα», μια απάντηση, η οποία «μου φάνηκε πεντακάθαρη, κρυστάλλινη και τετράγωνη». Ερωτηθείς για τα χειροκροτήματα προς τον πρώην υπουργό Μεταφορών Κώστα Αχιλλέα Καραμανλή, επιχειρηματολόγησε ότι «όταν η αντιπολίτευση λέει “ένοχος” και έρχεται κάποιος και εξηγεί τι είναι αυτό που έχει κάνει, το χειροκρότημα είναι αποδοχή της εξηγήσεώς του». Διευκρίνισε δε, ότι σε μια τριήμερη διαδικασία δεν θα πρέπει να περιμένει κανείς από τους πολιτικούς να μην εκφράζονται.
Κλείνοντας, κατηγόρησε την αντιπολίτευση ότι επεχείρησε να κάνει «πολιτικό ταμείο» στην υπόθεση των Τεμπών και, μάλιστα, «όχι απλώς δεν υπάρχει σεβασμός στον πόνο ” των συγγενών των θυμάτων ” αλλά υπάρχει παρόξυνση του πόνου για να είναι αποτελεσματικότερη η εκμετάλλευση».
Διαχωρίζοντας, τέλος, τους ανθρώπους που πονούν λόγω του πένθους τους, από την πολιτική αντιπαράθεση, επεσήμανε ότι δεν μπορεί να αξιώνουν από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία οι αντίπαλοί της «να ακούει ανυπόστατες κατηγορίες, σενάρια, συκοφαντίες, χυδαιότητες» και να μην μιλάει «επειδή υπάρχει η πλευρά του πόνου».