Παρατηρήσεις αλλά και προβληματισμούς επί συγκεκριμένων διατάξεων του υπό συζήτηση σχεδίου νόμου για την ισότητα γάμου στα ομόφυλα ζευγάρια, εκφράζει η Έκθεση της επιστημονική υπηρεσία της Βουλής. Ο βασικός προβληματισμός των συντακτών της έγκειται στο γεγονός πως το Δίκαιο της συγγένειας, βασίζεται στις έννοιες της μητρότητας και τη πατρότητας και όχι της γονεϊκότητας.
Στο πλαίσιο αυτό, αναφέρεται πως εγείρονται ζητήματα για τα παιδιά που θα γεννηθούν από ομόφυλα ζευγάρια καθώς θα αντιμετωπίζουν προβλήματα στα ληξιαρχεία, αλλά και στα δικαιώματα οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου.
Ειδικότερα, η έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής αναφέρει τα εξής όσον αφορά τις ρυθμίσεις για τα ομόφυλα ζευγάρια: «Όλες οι ανωτέρω διατάξεις για την ίδρυση της συγγένειας δεν αναφέρονται, π.χ., σε «γονεϊκότητα», αλλά σε «πατρότητα» ή «μητρότητα». Υπό την έννοια αυτή, ιδίως στην περίπτωση τέκνων που θα γεννηθούν π.χ. με ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή κατά τη διάρκεια του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης των ομόφυλων γονέων τους, τα παιδιά δεν θα μπορούν να συνδεθούν νομικά και με τους δύο γονείς τους, με ευθεία εφαρμογή των κείμενων διατάξεων για την ίδρυση συγγένειας που βασίζονται στα τεκμήρια της πατρότητας και της μητρότητας.
Συνδέονται με τον ένα γονέα, και αυτό δημιουργεί περαιτέρω ζητήματα που απορρέουν από την έλλειψη νομοθετικά αποτυπωμένου δεσμού με τον ομόφυλο σύζυγο, π.χ., δικαιώματα του οικογενειακού και του κληρονομικού δικαίου και θέματα ιθαγένειας του τέκνου», αναφέρει χαρακτηριστικά η έκθεση και σημειώνει: «Το ζήτημα της έμφυλης αναφοράς των γονεϊκών ρόλων θα ανακύψει κατά τη ληξιαρχική καταχώρηση της υιοθεσίας, αν δεν υπάρξει τροποποίηση, και μάλιστα παράλληλη, προς τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, της σχετικής νομοθεσίας».
Επίσης, οι συντάκτες της Έκθεσης εκφράζουν προβληματισμό και για το άρθρο 11 στη λογική της ενδεχόμενης δυσμενούς μεταχείρισης ομόφυλων ζευγαριών στην Ελλάδα έναντι ζευγαριών από το εξωτερικό. Και αυτό γιατί η Πολιτεία είναι υποχρεωμένη να αναγνωρίζει γονεϊκή σχέση η οποία έχει καταχωριστεί ή θα καταχωριστεί στο μέλλον σε δημόσια έγγραφα τρίτης χώρας ανεξαρτήτως του τρόπου που αυτή συνάφθηκε και ανεξαρτήτως του αν η διαδικασία είναι αποδεκτή από το εθνικό Δίκαιο.