Η ευκολία με την οποία οι εισαγγελικές αρχές διαβιβάζουν στην Βουλή, τις δικογραφίες, με μηνύσεις ή εγκλίσεις κατά βουλευτών για να αποφασίσει αν θα άρει ή όχι την βουλευτική τους ασυλία, βρέθηκε στο επίκεντρο έντονου προβληματισμού και συζήτησης στην Ολομέλεια.

Αφορμή στάθηκε η σημερινή συζήτηση για την άρση ή μη της ασυλίας 4 βουλευτών, η υπόθεση των οποίων ήταν κοινή και αφορούσε μήνυση για παράβαση καθήκοντος, σχετικά με την έκδοση απόφασης το 2018, του Περιφερειακού Συμβουλίου Πελοποννήσου, για την άρση απαλλοτρίωσης οικοπέδου, στο οποίο ήταν περιφερειακοί σύμβουλοι.

Οι απόψεις των κομμάτων ήταν διαφοροποιημένες και οι προβληματισμοί έντονοι, με σημεία αιχμής, για το αν θα πρέπει να συνεχιστεί η ίδια διαδικασία και η Βουλή να αποφασίζει -όπως ορίζει το αναθεωρημένο σύνταγμα και ο κανονισμός- ή αν πρέπει οι υποθέσεις να στέλλονται απευθείας στην δικαιοσύνη και αυτή να αποφασίζει, ενώ ήταν κοινή παραδοχή ότι οι εισαγγελικές αρχές πρέπει να ελέγχουν στοιχειωδώς τις δικογραφίες και να μην τις διαβιβάζουν συλλήβδην στο κοινοβούλιο.

Χαρακτηριστική ήταν η αναφορά του προέδρου της Βουλής, Κώστα Τασούλα, ότι «αν κάποιος έκανε μήνυση ότι του σκότωσε το «μαμούθ» και ο εισαγγελέας άνοιγε ένα βιβλίο ζωολογίας και έβλεπε ότι ο «μαμούθ» έχει εξαλειφθεί εδώ και εκατομμύρια χρόνια, δεν θα ερχόταν η έγκλιση στη Βουλή», θέλοντας να αναδείξει την ανάγκη στοιχειώδους ελέγχου για την σοβαρότητα της έγκλισης, καθώς όπως είπε, «η συκοφαντία στη χώρα μας είναι εθνικό αγώνισμα».

Πρώτος, και λίγο πριν ξεκινήσει η ψηφοφορία για την άρση ή μη των 4 βουλευτών, άνοιξε τη συζήτηση ο βουλευτής της ΝΔ, Νικήτας Κακλαμάνης, χαρακτηρίζοντας «απαράδεκτο το καθεστώς η Βουλή να αναγκάζεται να υπερψηφίσει, χωρίς καμία εξαίρεση και άσχετα με την σοβαρότητα και τη νομική υπόσταση της υπόθεσης, όλες τις άρσεις ασυλίας, προκειμένου να μην θεωρηθεί από τα ΜΜΕ ότι οι βουλευτές ευλογούν τα γένια τους».

«Τα πράγματα ευτυχώς ή δυστυχώς, είναι λυμένα. Πρέπει να καταλάβουμε ότι η βουλευτική ασυλία δεν έγινε για να προστατεύσει καμία εξουσία, αλλά για να προστατεύει τους εκπροσώπους του λαού από την εξουσία», υπογράμμισε στην παρέμβαση του ο πρόεδρος της Βουλής Κώστας Τασσούλας, συντασσόμενος με την άποψη του κ. Κακλαμάνη ότι το θέμα της άρσης ασυλίας «έχει παραξηλωθεί».

Όπως είπε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος της Βουλής, «η συκοφαντία είναι εθνικό αγώνισμα».

«Μην κοιτάτε που η οικονομική κρίση της χώρας ταύτισε τη βουλή με την εξουσία και μαγνήτισε το μένος των πολιτών προς τη βουλή. Θεσμικά η βουλή είναι κάτι διαφορετικό. Οι προστασίες θεσπίστηκαν για να μπορεί να στέκεται σχετικά όρθιος ο βουλευτής, απέναντι σε αυτές τις εξουσίες. Είχε δίκαιο ο κ. Κακλαμάνης που είπε ότι αυτό είχε παραξηλωθεί. Γιατί αφορά ακόμα και για τροχαία ατυχήματα», ανέφερε ο κ. Τασούλας και συμπλήρωσε:

«Τώρα όμως, μετά την συνταγματική αναθεώρηση του 2019, τα πράγματα μπήκαν στη θέση τους. Και πρέπει να πούμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των αιτήσεων άρσης ασυλίας, γίνεται δεκτή. Βάσει του ισχύοντος συντάγματος και του κανονισμού μας, δεν γίνεται δεκτή όταν η έγκλιση ή μήνυση είναι προφανές ότι σκοπεύει στην παρακώληση του έργου του βουλευτού. Όταν αφορά σε κάτι που έκανε πριν την βουλευτική του ιδιότητα δεν έχει σχέση με την βουλευτική του ιδιότητα και το έργο του.

Και εγώ θα ήθελα να μην υπήρχαν διακρίσεις, να μην υπήρχαν ούτε αυτά τα στοιχειώδη προστατευτικά μέτρα, αλλά ταυτόχρονα, θα ήθελα να μην υπήρχε προχειρότητα, όπως θα ήθελα να μην υπήρχε και η συκοφαντία, η οποία όπως ξέρετε είναι εθνικό αγώνισμα το οποίο έχει και κάτι καλό. Αποδεικνύει ότι είμαστε κατευθείαν συνεχιστές των αρχαίων ελλήνων. Η θεωρία του «Φαλμεράιερ», υπονομεύεται από το άθλημα της συκοφαντίας στο οποίο διαπρέπουν οι έλληνες διαχρονικά και αποδεικνύομαι την φυλετική μας συνέχεια».

Στο σημείο αυτό, ο πρόεδρος της Βουλής, θέλοντας να αναδείξει πόσο πρόχειρα και πολλές φορές χωρίς έναν στοιχειώδη έλεγχο από τις εισαγγελικές αρχές, διαβιβάζονται στη βουλή δικογραφίες, ανέφερε χαρακτηριστικά:

«Η δικαιοσύνη, όχι μόνο θεωρητικά ή συναισθηματικά, έπρεπε να είχε λύσει αυτά τα θέματα. Αν σου κάνει κάποιος μήνυση ότι του σκότωσες το «μαμούθ», επειδή το να σκοτώνεις «μαμούθ» δεν εντάσσεται στην πολιτική δραστηριότητα, πρέπει να έρθει εδώ για να αρθεί ή να μην αρθεί η ασυλία. Υπάρχει όμως και μία «μαγική λέξη», η οποία επιτάσσει, όχι παρακαλάει, η εισαγγελική αρχή να ελέγχει την έγκλιση ή την μήνυση πριν έρθει στη βουλή. Αυτός ο έλεγχος, αν υλοποιείτο στοιχειωδώς, και όχι απολύτως διεξοδικά, πολλές από αυτές τις μηνύσεις που έρχονται εδώ δεν θα έρχονταν. Αν δηλαδή γινόταν ο έλεγχος και διαπίστωνε εύκολα ότι ο συνάδελφος δεν μετείχε στην επίδικη απόφαση δεν θα ερχόταν η μήνυση. Αν άνοιγε ένα βιβλίο ζωολογίας, και έβλεπε ότι τα «μαμούθ έχουν εξαλειφθεί εδώ και εκατομμύρια χρόνια, δεν θα ερχόταν η μήνυση.

Άρα, το θεσμικό πλαίσιο είναι εντάξει. Υπάρχει εγκύκλιος του άλλοτε εισαγγελέως Αρείου Πάγου, Δημητρίου Λινού, που μιλά συγκεκριμένα για αυτό τον έλεγχο που πρέπει να γίνεται. Όχι να δικάζει, αλλά να ελέγχει την στοιχειώδη βασιμότητα της εγκλίσεως».

«Αν εμείς λοιπόν κάνουμε καλά τη δουλειά μας και αν γίνεται ο σωστός έλεγχος όλη αυτή η συζήτηση εδώ δεν θα είχε κανένα νόημα. Αυτή είναι η πραγματικότητα, η βουλευτική ασυλία συνταγματικά έχει έρθει στις σωστές της διαστάσεις δε είναι θέμα λοιπόν θεσμικής κατοχύρωσης ή αλλαγής, είναι θέμα να κάνει ο καθένας την δουλειά του. Και εμείς και η δικαιοσύνη σε σχέση με την λέξη έλεγχος», κατέληξε ο πρόεδρος της Βουλής.

«Είναι αδιανόητο συνάδελφος να διώκεται, ενώ απουσίαζε και δεν συμμετείχε καν στην ψήφιση της απόφασης για άρση απαλλοτρίωσης από το Περιφερειακό Συμβούλιο. Η Βουλή πρέπει να κρίνει κατά συνείδηση», τόνισε ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Θεόφιλος Ξανθόπουλος.

«Η Βουλή δεν θα πρέπει να κρίνει με γνώμονα το δίκαιο και την ηθική Πρέπει να το δούμε στη Διάσκεψη των Προέδρων το θέμα γιατί σε πολλές περιπτώσεις ο βουλευτής αδικείται σοβαρά. Πρέπει να ψηφίζουμε με γνώμονα τα πραγματικά γεγονότα», υποστήριξε η γραμματέας της Κ.Ο του ΠΑΣΟΚ, Ευαγγελία Λιακούλη.

«Οι θέσεις του ΚΚΕ για τα ζητήματα αυτά που μας απασχολούνε σήμερα είναι διαχρονικές και με συνέπεια εκφρασμένες. Πρώτον, είμαστε αντίθετοι με την ύπαρξη ειδικής νομοθεσίας περί υπουργών, για αυτό και ζητήσαμε στην αναθεώρηση του συντάγματος να καταργηθεί και να παραπέμπονται όλες οι υποθέσεις στην δικαιοσύνη, όπως γίνεται με τον κάθε πολίτη», αντέτεινε από την πλευρά του ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΚΕ, Νίκος Καραθανασόπουλος , και συμπλήρωσε:

«Δεύτερον, σε σχέση με την ασυλία των βουλευτών λέμε κάτι άλλο γιατί δυστυχώς δεν ζούμε σε έναν κόσμο αγγελικά πλασμένο. Ούτε υπάρχει καμία ισότητα και ισονομία. με ένα νομικό πλαίσιο αντιδραστικό και αντιλαϊκό και από αυτή την άποψη, πράξεις βουλευτών πολιτικές μπορεί να καταστούν ολόκληρη βιομηχανία δίωξης που δεν μας επιτρέψει να ασκήσουμε συνολικά τα καθήκοντα μας».

«Το πλαίσιο του συντάγματος και τους κανονισμού της Βουλής είναι συγκεκριμένο και συμφωνώ ότι κάποια στιγμή, υπό το φόβο να μην κατηγορηθούμε ότι συγκαλύπτουμε τους συναδέλφους μας πάμε στην άλλη άκρη» σχολίασε από την πλευρά του, ο προεδρεύων του Σώματος, Γιώργος Γεωργαντάς.

Η πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας, Ζωή Κωνσταντοπούλου, έκανε λόγο για «ιδιότυπη συνθήκη προνομίων που επιφυλάσσει στον εαυτό του ο βουλευτής με την ασυλία», και πρόσθεσε ότι «πρέπει όλοι να είναι ίσοι απέναντι στο δικαστικό έλεγχο για τυχόν αξιόποινες πράξεις οι οποίες πρέπει να κρίνονται από τα δικαστήρια».

«Διακρίνω μια αντίδραση του πολιτικού συστήματος δια της αδράνειας, για επιστροφή της κακής συνήθειας να προστατευθεί η Βουλή και οι βουλευτές της. Εμείς είμαστε απολύτως αντίθετοι και στην βουλευτική ασυλία και στον νόμο «περί ευθύνης υπουργών». Είμαστε υπέρ της διαφάνειας και της ισότητας όλων ενώπιων της δικαιοσύνης. Είναι υποχρέωση όλων, να αντιμετωπίζονται όλοι οι πολίτες με την ίδια διαδικασία και όχι με συντεχνιακή διαδικασία. Αν είναι βάσιμη ή όχι η κατηγορία για αξιόποινη πράξη πρέπει να το κρίνουν τα δικαστήριο και όχι η Βουλή», ανέφερε η κ. Κωνσταντοπούλου.

Από την πλευρά της, η βουλευτής της ΝΔ, Ντόρα Μπακογιάννη, σημείωσε ότι σε όλες τις συζητήσεις για την αναθεώρηση του συντάγματος, για την άρση ασυλίας η ίδια έδωσε σκληρές μάχες για την κατάργηση της, ενώ στο σημερινό συνταγματικό πλαίσιο, βρέθηκε μία κοινή συνισταμένη.

«Από τη μια υπήρχε το επιχείρημα, πάρα πολλές φορές, ότι οι βουλευτές, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, τυγχάνουν δικαστικών περιπετειών μόνο και μόνο για να ταλαιπωρηθούν. Από την άλλη πλευρά, υπήρχε το διάχυτο αίσθημα της ελληνικής κοινής γνώμης ότι εμείς προστατεύουμε τα του οίκου μας και λίγο πολύ είμαστε μια συντεχνία. Αυτό το αίσθημα έκανε τεράστια ζημιά στον πολιτικό κόσμο και στη δημοκρατία και η αξιοπιστία μας πέφτει στο μηδέν», ανέφερε η κ. Μπακογιάννη και πρόσθεσε:

«Αυτή τη στιγμή έρχεται η άρση ασυλίας με βάσει το σύνταγμα. Δεν έρχεται σε μία αυτοματοποιημένη και ευνουχισμένη Βουλή. Δεν είμαστε αυτόματοι μεταφορείς των μηνυμάτων που μας έρχονται από την δικαιοσύνη. Αυτό σημαίνει ότι βλέπουμε την κάθε υπόθεση και κρίνουμε. Διότι αν δεν υπήρχε το κριτήριο της Βουλής, τότε θα ήταν τελείως περιττό να έρχονται εδώ και θα έπρεπε να πήγαιναν κατευθείαν στη δικαιοσύνη και να τελειώνει η υπόθεση.

Δεν το κάναμε όμως αυτό. Βάλαμε το κριτήριο της Βουλής ακριβώς για να μπορεί η κοινή λογική να επικρατήσει και από την άλλη πλευρά για να έχουμε την ευθύνη των αποφάσεων μας».

«Εγώ σας λέω, και το λέει ένας άνθρωπος που ζήτησε την κατάργηση της ασυλίας για όλες τις υποθέσεις, όταν το σύνταγμα μου δίνει την ευθύνη να αποφασίσω κατά περίπτωση, δεν είμαι έτοιμη να την παραδώσω αυτή την ευθύνη. Θα ασκήσω το καθήκον μου όπως το σύνταγμα μου επιβάλλει και όχι αυτόματα.

Καλώς ή κακώς, αν είχαμε καταργήσει τον νόμο περί ασυλίας θα τον είχαμε καταργήσει. Αυτή τη στιγμή βρήκαμε στο σύνταγμα αυτή τη ρύθμιση, η οποία μας δίνει την ευθύνη και έχουμε υποχρέωση αυτή την ευθύνη να την αναλάβουμε όλοι», κατέληξε η κ. Μπακογιάννη.

Από την πλευρά του, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ, Θανάσης Πλεύρης, υπογράμμισε ότι «αν είναι προδήλως αβάσιμη η κατηγορία είναι δουλειά του εισαγγελέα να το κρίνει γιατί αν μπουν οι βουλευτές σε αυτή την διαδικασία θα είναι εκτός πλαισίου από τα καθήκοντα τους».

«Αν κάτι πρέπει να σημειωθεί σε αυτή την περίπτωση είναι ότι το Περιφερειακό Συμβούλιο βγάζει 5 βουλευτές», σημείωσε ο κ. Πλεύρης.