Υπέρ της εξαίρεσης της προέδρου της Πλεύσης Ελευθερίας, Ζωής Κωνσταντοπούλου, από τις εργασίες της Εξεταστικής Επιτροπής για το σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών τάσσεται η γνωμοδότηση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, με το σκεπτικό ότι η πολιτική αρχηγός δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα μέλος της Επιτροπής και συνήγορος υποστήριξης της κατηγορίας στην ίδια υπόθεση.
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στη γνωμοδότηση, «[…] Από τα ανωτέρω συνάγεται, όσον αφορά τη σύνθεση της Εξεταστικής Επιτροπής, ότι, όποιος άσκησε καθήκοντα συνηγόρου υπεράσπισης ή υποστήριξης κατηγορίας ή κατέθεσε ως μάρτυρας, δεν μπορεί να ασκήσει καθήκοντα δικαστικού ή εισαγγελικού λειτουργού στην αυτή υπόθεση και, επομένως δεν μπορεί να είναι μέλος της. Του νόμου μη διακρίνοντος είναι άνευ νομικής επιρροής το αν τα καθήκοντα συνηγόρου ασκήθηκαν επ’ αμοιβή ή όχι». Λίγες γραμμές παραπάνω αναφέρεται πως «οι εξεταστικές επιτροπές έχουν όλες τις αρμοδιότητες των ανακριτικών αρχών καθώς και του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, και ενεργούν κάθε αναγκαία, κατά την κρίση τους, έρευνα για την επίτευξη του σκοπού για τον οποίο συστάθηκαν».
Να σημειωθεί ότι η γνωμοδότηση του επιστημονικού συμβουλίου δεν είναι δεσμευτική και η τελική απόφαση για την εξαίρεση ή μη της κας Κωνσταντοπούλου θα ληφθεί κατά πλειοψηφία από τα μέλη της εξεταστικής, πιθανότατα στη συνεδρίαση της ερχόμενης Τρίτης.
Υπενθυμίζεται πως το σχετικό ερώτημα προς το επιστημονικό συμβούλιο εστάλη μετά από πρόταση του εισηγητή της ΝΔ, Θάνου Πλεύρη, ο οποίος έθεσε ζήτημα κολλήματος για την πρόεδρο της Πλεύσης Ελευθερίας, καθώς -όπως είπε- ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ορίζει ότι δεν μπορεί να συμμετέχει σε ανακριτικές διαδικασίες πρόσωπο που ταυτόχρονα είναι συνήγορος στην ίδια υπόθεση.
Από την πλευρά της, η πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας, που είναι δικηγόρος οικογένειας θύματος του τραγικού δυστυχήματος έχει αντικρούσει νομικά τους λόγους εξαίρεσής της από την εξεταστική, ενώ παράλληλα έχει υποστηρίξει πως η «αποβολή» της στοχεύει στη συσκότιση της έρευνας.