Σαράντα έξι χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τον θάνατο της σπουδαίας ηθοποιού, Κυβέλης Αδριανού. Στις 26 Μαΐου 1978 το ελληνικό θέατρο θρήνησε τον θάνατο μίας από τις εμβληματικότερες ελληνίδες ηθοποιούς, την Κυβέλη.
Η Κυβέλη μεσουράνησε στην ελληνική θεατρική σκηνή κατά το α’ μισό του 20ού αιώνα. Ήταν υιοθετημένη και είχε καταγωγή από τη Σμύρνη, χωρίς να είναι βέβαιο ότι γεννήθηκε εκεί. Οι περισσότεροι υποστηρίζουν ότι γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1887, άλλοι πάλι έλεγαν ότι ήταν νόθο παιδί του βασιλιά Γεωργίου του A’. Η βιολογική της μητέρα την εγκατέλειψε σε ένα καλάθι με ένα κόσμημα στον λαιμό, όπου ήταν χαραγμένο το όνομά της.
Η Κυβέλη μεγάλωσε με αγάπη από τους θετούς της γονείς, τη Μαρία και τον τσαγκάρη Αναστάσιο. Φοίτησε στο Παρθεναγωγείο Χιλ, όπου διακρίθηκε για την εξυπνάδα της. Παρακολούθησε επίσης μαθήματα απαγγελίας και μάλιστα βραβεύτηκε για την επίδοσή της.
Το 1901 αποδείχτηκε μια χρονιά ορόσημο στη ζωή της – τι και αν ήταν μόλις 14 ετών. Ο Κωνσταντίνος Χριστομάνος της έδωσε την ευκαιρία να παίξει τον ρόλο της Ιουλιέτας σε μια έκτακτη εμφάνισή της στη «Νέα Σκηνή», όπου η Κυβέλη πήρε το βάπτισμα της σκηνής. Η Κυβέλη έγινε η αγαπημένη του πρωταγωνίστρια και μέσα σε ελάχιστο διάστημα καθιερώθηκε ως μία από τις καλύτερες ελληνίδες ηθοποιούς.
Την περίοδο 1901-1906, στη «Νέα Σκηνή», έπαιξε σε εκπληκτικές παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας, και μετά τη διάλυσή της συγκρότησε δικούς της θιάσους, ανεβάζοντας κωμωδίες και δράματα. Στην παράσταση του έργου «Φωτεινή Σάντρη» του Γρηγόριου Ξενόπουλου, η ερμηνεία της εντυπωσίασε τον συγγραφέα, ο οποίος έγραψε έργα αποκλειστικά για εκείνη ως το 1925.
Το θέατρο «Βαριετέ» επονομάστηκε αργότερα σε θέατρο «Κυβέλης» και ανέβασε το 1911 το έργο «Η Άγνωστος». Αυτό το έργο, 44 χρόνια μετά, έγινε μια από τις καλύτερες ταινίες του Ορέστη Λάσκου, που γύρισε στη Φίνος Φιλμ με πρωταγωνίστρια την ίδια, αποτελώντας μια από τις δύο μόνο κινηματογραφικές της εμφανίσεις.
Την περίοδο 1932-1935 αποφάσισε να συμμαχήσει με το αντίπαλο δέος της, τη Μαρίκα Κοτοπούλη, προκειμένου να αντιμετωπίσουν από κοινού το νεοϊδρυθέν Εθνικό Θέατρο, ανεβάζοντας σημαντικά θεατρικά έργα.
Ο τρίτος γάμος με τον Γεώργιο Παπανδρέου
Ο πρώτος γάμος της Κυβέλης ήταν με τον επίσης ηθοποιό, Μήτσο Μυράτ, και ο δεύτερος με τον επιχειρηματία, Κώστα Θεοδωρίδη. Ο τρίτος γάμος ήταν με τον πρωθυπουργό, Γεώργιο Παπανδρέου, από τον οποίο απέκτησε τον Γιώργο, ετεροθαλή αδελφό του Ανδρέα Παπανδρέου.
Σε μια περιοδεία της στη Χίο, η Κυβέλη έμελλε να γνωρίσει τον τρίτο της σύζυγο, τον Γεώργιο Παπανδρέου. Οι Αρχές της εποχής είχαν λογοκρίνει ένα από τα έργα του θιάσου της που είχε γράψει ο Παντελής Χορν και η Κυβέλη πήγε να διαμαρτυρηθεί στον γενικό διοικητή του νησιού, που ήταν ο μετέπειτα πρωθυπουργός της Ελλάδας. Ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν τότε παντρεμένος με τη Σοφία Μινέκο, μητέρα του Ανδρέα Παπανδρέου, όμως ο έρωτάς του με την Κυβέλη ήταν κεραυνοβόλος. «Αν δεν είχα συναντήσει τον Γιώργη, δεν θα είχα μάθει ποτέ τι πράγμα είναι ο έρωτας», θα ομολογούσε η ίδια αργότερα.
Η παράνομη σχέση τους κράτησε αρκετά χρόνια. Αν και είχαν αποκτήσει τον γιο τους, Γιώργο Παπανδρέου –στον οποίο η Κυβέλη είχε παθολογική αδυναμία–, άργησαν να παντρευτούν.
Το 1934 η Κυβέλη αποφάσισε να σταματήσει το θέατρο μέχρι το 1949, καθώς ο Γεώργιος Παπανδρέου δεν ήθελε τη σύζυγό του στη σκηνή. Η επανεμφάνισή της το 1950 έγινε δεκτή ως μεγάλο καλλιτεχνικό γεγονός και συνέχιζε να παίζει μέχρι το 1965.
Δεν πήραν ποτέ διαζύγιο, αλλά παρέμειναν σε διάσταση. Όπως λέγεται, οι περιπέτειες του Γεώργιου Παπανδρέου με τη τραγουδίστρια, Ροζίτα Σεράνο, από την οποία πήρε το όνομά της και η γνωστή πάστα, τους οδήγησαν σε ρήξη. Με τηλεγράφημά της από τις ΗΠΑ, όπου βρισκόταν, του ζήτησε να φύγει από το σπίτι. Ο Γεώργιος Παπανδρέου στη διαθήκη του την κατήγγειλε για εγκατάλειψη στέγης με τη θέλησή της. Πάντως στην κηδεία του που έγινε στις 3 Νοεμβρίου 1968 η Κυβέλη με τον γιο τους ήταν εκεί.
Η Κυβέλη «έφυγε» από τη ζωή σαν σήμερα, στις 26 Μαΐου του 1978, έχοντας αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα της τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο. Κυριάρχησε επί επτά δεκαετίες στο θεατρικό σανίδι, δίνοντας σπουδαίες ερμηνείες. Η «Μεγάλη Κυρία» του θεάτρου δεν ανήκει σε καμία κατηγορία ηθοποιών, ούτε μπορεί να ενταχθεί σε κάποιον κώδικα υποκριτικής. Αποτελεί ένα ξεχωριστό, αυτόνομο είδος καλλιτέχνη, που μαγνήτιζε το κοινό με την εμπνευσμένη παρουσία της, σφραγίζοντας την ιστορία του νέου ελληνικού θεάτρου.