Η σωματική άσκηση έχει αποδειχθεί ότι παίζει καθοριστικό ρόλο όχι μόνο στη βελτίωση της φυσικής κατάστασης, αλλά και στη διαχείριση χρόνιων παθήσεων, όπως η υπέρταση, ο διαβήτης και οι καρδιοπάθειες.

Ο Καθηγητής Αναστάσιος Φιλίππου, ειδικός στη Φυσιολογία – Φυσιολογία της Άσκησης στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ, εξηγεί πώς η τακτική άσκηση μπορεί να βελτιώσει τη ζωή των ασθενών, μειώνοντας τα συμπτώματα και ενισχύοντας την αντοχή του οργανισμού. Αναλύει, επίσης, τη σημασία της σωματικής δραστηριότητας ως συμπληρωματικής θεραπείας στις χρόνιες ασθένειες, τονίζοντας ταυτόχρονα την ανάγκη δημιουργίας στην Ελλάδα ενός μητρώου πιστοποιημένων επιστημόνων με γνώση και εξειδίκευση στην άσκηση.

Ποιος είναι ο ρόλος της άσκησης στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ατόμων με χρόνιες παθήσεις;

Γενικά, η άσκηση στις χρόνιες παθήσεις έχει και προληπτικό και θεραπευτικό ρόλο. Εδώ θα ήθελα να κάνω μία σύντομη αναφορά στις χρόνιες παθήσεις, οι οποίες ταλανίζουν την ανθρωπότητα στις μέρες μας.

Χρόνιες νόσοι είναι οι καρδιαγγειακές παθήσεις (όπως η υπέρταση και η στεφανιαία νόσος), οι μεταβολικές νόσοι (όπως ο σακχαρώδης διαβήτης και η παχυσαρκία), καθώς και ο καρκίνος που τείνει σε πολλές περιπτώσεις να είναι χρόνια νόσος, επειδή η επιστήμη έχει προχωρήσει και πλέον μπορεί να την αντιμετωπίζει ως διαχειρίσιμη, χωρίς να οδηγεί αναπόφευκτα στο μοιραίο.

Ως προς τον προληπτικό ρόλο στις χρόνιες αυτές παθήσεις, πρέπει να πούμε ότι είναι πολύ σημαντικός διότι η τακτική σωματική άσκηση, για παράδειγμα σε έναν ασθενή με σακχαρώδη διαβήτη ή που έχει προδιάθεση να εκδηλώσει σακχαρώδη διαβήτη, μπορεί να προλάβει την εκδήλωση αυτής της νόσου, ειδικότερα του τύπου 2, άρα μπορεί να μην χρειαστεί ποτέ να ακολουθήσει θεραπευτική αγωγή με φάρμακα, επειδή ενσωμάτωσε έγκαιρα στην καθημερινότητά του την τακτική άσκηση.

Άλλες περιπτώσεις, τα καρδιαγγειακά νοσήματα για παράδειγμα, είναι τεκμηριωμένο πως μπορούν να προληφθούν, επειδή η άσκηση βοηθάει στην καλή λειτουργία του καρδιαγγειακού συστήματος κι έτσι προλαμβάνει ή αμβλύνει εκείνους τους παράγοντες κινδύνου που μπορεί να οδηγήσουν σε καρδιαγγειακή νόσο.

Ως προς το θεραπευτικό σκέλος, η άσκηση προτείνεται ως απόλυτη ένδειξη σε καρδιαγγειακούς ασθενείς, πάντοτε εξατομικευμένα και εξειδικευμένα. Δηλαδή, είναι απόλυτα συνυφασμένη με την αποκατάσταση των ασθενών αυτών.

Επίσης, οι διαβητικοί ασθενείς, εφόσον εκδηλώσουν τη νόσο, μπορούν με την άσκηση να μειώσουν το μέγεθος ή την ανάγκη της φαρμακευτικής αγωγής. Κι αυτό γιατί η δράση της είναι παρόμοια με αυτή της ινσουλίνης.

Τώρα, όσον αφορά άλλες νόσους όπως η υπέρταση, σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα δείχνουν ότι αν κάποιος έχει προδιάθεση και είναι προ-υπερτασικός ή έχει εκδηλώσει αρτηριακή υπέρταση, μπορεί να ευεργετηθεί κάνοντας άσκηση και να την μειώσει.

Παλιότερα, υπήρχε επιφύλαξη αν κάποιος που είχε εκδηλώσει υπέρταση μπορούσε να ασκηθεί. Πλέον, εάν κάποιος έχει υπέρταση, ειδικότερα ιδιοπαθή, θα πρέπει να ρυθμιστεί από τον γιατρό με φαρμακευτική αγωγή, σε επίπεδα όσο γίνεται κοντά στα φυσιολογικά, ώστε να κάνει άσκηση η οποία πρέπει και να δοθεί στην κατάλληλη δοσολογία. Ωστόσο, αν δεν είναι αντιστοιχισμένη, μπορεί να βλαπτική. Αν δεν είναι ρυθμισμένη η πίεσή του, με την άσκηση μπορεί να κάνει μια κρίση υπέρτασης γιατί φυσιολογικά η άσκηση αυξάνει την πίεση όταν εκτελείται η άσκηση, αλλά για ώρες μετά η αρτηριακή πίεση μειώνεται σε πολύ εντυπωσιακό βαθμό. Συνδυαστικά λοιπόν, η άσκηση είναι ένας πολύτιμος βοηθός στη φαρέτρα του κλινικού γιατρού είτε για πρόληψη είτε για θεραπεία των χρονίων νόσων.

Ποιες ασκήσεις ενδείκνυνται για χρόνιες παθήσεις, όπως π.χ. ο διαβήτης που αναφέρατε ή η υπέρταση;

Γενικά, η άσκηση έχει διάφορες μορφές και, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της, μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο ευεργετική σε κάποιες περιπτώσεις.

Είναι καλό να γνωρίζει ο κόσμος ότι ισομετρική άσκηση είναι αυτή κατά την οποία οι μύες συσπώνται χωρίς να παράγεται κίνηση, όπως π.χ. όταν σφίγγουμε τις γροθιές μας και η κίνηση αυτή επαναλαμβάνεται με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Παλιότερα, ήταν απαγορευτική από τους γιατρούς γιατί ανέβαζε την αρτηριακή πίεση στιγμιαία. Οι σύγχρονες μελέτες, όμως, δείχνουν ότι μεσο-μακροπρόθεσμα πρόκειται για μια πολύ αποτελεσματική άσκηση που βοηθάει στη μείωση της αρτηριακής πίεσης.

Αντίστοιχα, αν κάνουμε τη λεγόμενη αερόβια άσκηση, όπως περπάτημα, ποδηλασία, κολύμβηση ή τρέξιμο, η οποία γίνεται με μικρότερη ένταση αλλά παρατείνεται για περισσότερο χρόνο, είναι επίσης ευεργετική για τις χρόνιες νόσους.

Γενικά, ανάλογα με το προφίλ του ασθενούς και τη νόσο που έχει, υπάρχουν οδηγίες πιο εξειδικευμένες. Δηλαδή, κατευθυντήριες οδηγίες όπου συνδέονται τα χαρακτηριστικά της χρόνιας νόσου και οι ιδιαιτερότητες του ασθενούς.

Οι συστάσεις είναι πολύ συγκεκριμένες για το τι πρέπει να κάνουμε σε κάθε χρόνια νόσο. Είναι πολύ σημαντικό, λοιπόν, να εφαρμόζεται το τρίπτυχο: Μυϊκή ενδυνάμωση, αερόβια άσκηση και ασκήσεις ευλυγισίας.

Η άσκηση επηρεάζει την ψυχολογία των ατόμων με χρόνιες νόσους;

Απολύτως. Εκτός από τα σωματικά ευεργετήματα, η άσκηση επιφέρει και στον ψυχοσωματικό μας κόσμο πολύ σημαντικά οφέλη.

Το παραπάνω εξηγείται με διάφορους μηχανισμούς, όπως το γεγονός ότι η άσκηση βελτιώνει τη διάθεση και μειώνει τα συμπτώματα κατάθλιψης, άγχους ή άλλων ψυχοσωματικών διαταραχών.
Αυτό συμβαίνει γιατί κατά την άσκηση εκκρίνονται διάφορα ενδογενή οπιοειδή, δηλαδή παράγοντες που μας προκαλούν ευφορία και ευεξία – κι αυτό είναι επίσης τεκμηριωμένο. Η άσκηση αυξάνει επίσης το αίσθημα της ικανοποίησης, της αυτοεκτίμησης, της λειτουργικότητας και της αυτοπεποίθησης.

Οι ευεργετικές ιδιότητες της άσκησης μπορούν να βοηθήσουν πέρα από τις παθήσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω και σε παθήσεις όπως η διπολική διαταραχή ή η σχιζοφρένεια.

Εδώ πάλι θα επισημάνω ότι η άσκηση πρέπει να προσαρμόζεται στις ιδιαιτερότητες του κάθε ασθενούς, ώστε να έχει τα βέλτιστα αποτελέσματα. Όπως εξειδικεύεται ένα φάρμακο με τη δοσολογία του (κάποιος παίρνει 10mg ενώ άλλος παίρνει 20mg), αντιστοίχως πρέπει να κάνουμε και με την άσκηση.

Ποιος είναι ο ρόλος των επαγγελματιών υγείας στη δημιουργία εξατομικευμένων προγραμμάτων άσκησης για ασθενείς με χρόνιες παθήσεις;

Ως επαγγελματίες υγείας ορίζονται οι επιστήμονες που μπορεί να είναι γιατροί, νοσηλευτές, εργοθεραπευτές, φυσικοθεραπευτές ή διαιτολόγοι, οι οποίοι συναντούν την άσκηση ως μέρος της κλινικής πρακτικής τους.

Ο γιατρός, για παράδειγμα, πρέπει να παραπέμψει σε ένα επιστήμονα της άσκησης τον ασθενή που χρειάζεται πρόγραμμα άθλησης, γιατί ο ίδιος δεν γνωρίζει τι ασκήσεις πρέπει να συμπεριληφθούν. Οι επιστήμονες της άσκησης με ειδικές σπουδές στην ειδική φυσιολογία της άσκησης μπορούν να συνεργάζονται και να αποτελούν μέρος μιας διεπιστημονικής ομάδας με στόχο τη βέλτιστη διαχείριση μιας χρόνιας νόσου.

Στην Ελλάδα είναι διαδεδομένο αυτό;

Είναι καιρός να αναρωτηθούμε και να αναδείξουμε σε ποιο βαθμό έχει ωριμάσει η διεπιστημονική συνεργασία στη χώρα μας, με σκοπό την αξιοποίηση της άσκησης στην κλινική πρακτική. Κάνοντας ένα σχόλιο εδώ, θα έλεγα ότι υπάρχουν χώρες που χρησιμοποιούν την άσκηση ως ένα συνταγογραφούμενο προϊόν, το οποίο καλύπτεται από το σύστημα υγείας, αποζημιώνεται και ο γιατρός παραπέμπει τον ασθενή του να κάνει άσκηση σαν να του λέει: Πήγαινε να πάρεις αυτή τη συνταγή από το φαρμακείο σου. Οδηγείται, λοιπόν, ο χρόνιος ασθενής σε ένα δίκτυο καταρτισμένων επιστημόνων με γνώση και εξειδίκευση στην άσκηση, με αποτέλεσμα να έχει τη βέλτιστη διαχείριση του προβλήματός του.

Αυτό στη χώρα μας δεν έχει ωριμάσει τόσο πολύ, παρόλο που η σύγχρονη επιστήμη το αναδεικνύει με χίλιους τρόπους. Εκπροσωπώντας το Exercise is Medicine της χώρας μας, που είναι ένα παγκόσμιο κίνημα για την ενσωμάτωση της άσκησης στην κλινική πράξη, η προσπάθειά μας είναι να ενισχύσουμε αυτό το δίκτυο εμπιστοσύνης με τον γιατρό, που θα παραπέμπει τους ασθενείς του σε εκείνους που γνωρίζουν να εφαρμόσουν τα κατάλληλα εξατομικευμένα προγράμματα άσκησης ανάλογα με τη χρόνια νόσο, και ο ασθενής όχι μόνο θα φροντίζεται αλλά και θα αποζημιώνεται γι’ αυτή τη φροντίδα.

Η μέριμνα για τη συνταγογράφηση της άσκησης στη χώρα μας θα πρέπει να γίνει από την πολιτεία και θα πρέπει να ενσκήψει με πολύ ζήλο σε αυτό, γιατί έχουν να ωφεληθούν και οι συνάνθρωποί μας και το Εθνικό Σύστημα Υγείας πολλαπλάσια σε σχέση με τη δαπάνη που θα κάνει για να αποζημιώνει το πρόγραμμα άσκησης. Οι ασθενείς θα έχουν καλύτερη υγεία και το σύστημα υγείας θα αποσυμφορηθεί, επειδή θα προλαμβάνει ή θα αμβλύνει τα συμπτώματα μιας χρόνιας νόσου μέσω της άσκησης.

Πόσο σημαντική είναι η σταθερή παρακολούθηση της φυσικής δραστηριότητας σε άτομα με χρόνιες παθήσεις και πώς επηρεάζει τη θεραπεία τους;

Όπως ο γιατρός παρακολουθεί την πορεία ενός ασθενή όταν του δώσει ένα φάρμακο και του ζητάει μετά από ένα μήνα να τον επανεξετάσει, έτσι ακριβώς συμβαίνει και με την άσκηση.

Όταν μπαίνει ένας ασθενής σε ένα πρόγραμμα εξατομικευμένης άσκησης και αυτό φαίνεται ότι δεν του δημιουργεί παρενέργειες, πρέπει να αξιολογείται σε τακτά χρονικά διαστήματα ώστε πρώτον να βλέπουμε την αποτελεσματικότητά του και δεύτερον να αναπροσαρμόζουμε τη δοσολογία της σωματικής δραστηριότητας.

Έχουμε, λοιπόν, ένα άτομο με χρόνια πάθηση που θέλει να ξεκινήσει ένα πρόγραμμα εκγύμνασης. Πού θα πρέπει να απευθυνθεί;

Η πρώτη επίσκεψη στον οικογενειακό γιατρό θα πρέπει να περιλαμβάνει (και κινούμαστε σε αυτή την κατεύθυνση), τη συμπλήρωση ενός ερωτηματολογίου όπου περιγράφεται και αξιολογείται η σωματική δραστηριότητα του ατόμου.

Αυτό, μόλις το δει ο γιατρός και μπορεί να είναι ακόμα και ο γενικός γιατρός, με την πρώτη επίσκεψη συμβουλεύει και παραπέμπει τον ασθενή για άσκηση. Πού τον παραπέμπει;

Στην Ελλάδα θα πρέπει να γίνει ένα δίκτυο -όπου και η πολιτεία θα το ενισχύσει και θα το αναδείξει επίσημα- ειδικών επιστημόνων που έχουν κατάλληλες γνώσεις κλινικής φυσιολογίας της άσκησης ή φυσιολογίας της άσκησης συναρτώμενης στους κλινικούς πληθυσμούς, ώστε να μπορεί ο γιατρός να παραπέμψει σε ένα μητρώο πιστοποιημένων επιστημόνων.

Στη χώρα μας, άτυπα, έχουμε δημιουργήσει ένα τέτοιο μητρώο επιστημόνων όπου μπορούν οι γιατροί να παραπέμπουν και να ωριμάσει η σχέση αυτή μεταξύ γιατρών και επιστημόνων της άσκησης.