Μπερδεύετε ονόματα; Δυσκολεύεστε να θυμηθείτε βασικές ημερομηνίες της ζωής σας; Οι ειδικοί συμφωνούν. Η μνήμη, ανεξάρτητα από την ηλικία μας, κάνει λάθη και είναι εύπλαστη. Ο εγκέφαλός μας, ανά πάσα στιγμή, επεξεργάζεται ανυπολόγιστες ποσότητες πληροφοριών και απλά δεν υπάρχει χώρος για να αποθηκεύονται όλες. Και παραδόξως, η λήθη είναι μια σημαντική πτυχή της μνήμης.
Τα κενά μνήμης σε οποιαδήποτε ηλικία είναι φυσιολογικά και, για τους περισσότερους ανθρώπους, δεν αποτελούν ένδειξη πνευματικής παρακμής. «Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε διαλείψεις μνήμης συνεχώς», σημειώνει στην Washington Post ο Ερλ Κ. Μίλερ, καθηγητής νευροεπιστήμης στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης.
«Δεν θυμόμαστε πού βάλαμε τα κλειδιά του αυτοκινήτου μας. Δεν μπορούμε να θυμηθούμε ημερομηνίες ή ονόματα. Όταν οι άνθρωποι μεγαλώνουν, τα λάθη στη μνήμη φαίνεται να έχουν μεγαλύτερη σημασία, όμως η απώλεια μνήμης είναι φυσιολογική σε κάθε στάδιο της ζωής».
Πώς λειτουργούν οι αναμνήσεις μας
Ο εγκέφαλός μας μπορεί να επεξεργαστεί και να κρατήσει τεράστιες ποσότητες πληροφοριών, αλλά έχει και όρια. Γεγονότα, ημερομηνίες και πληροφορίες μπορούν να αποθηκευτούν και να ανακαλούνται βραχυπρόθεσμα, μακροπρόθεσμα ή ακόμα και για μια ζωή. Καθώς δημιουργούνται νέες αναμνήσεις, ο εγκέφαλος πρέπει να δώσει προτεραιότητα στις σημαντικές αναμνήσεις, καθιστώντας πιο δύσκολη την ανάκληση λιγότερο σημαντικών λεπτομερειών ή γεγονότων.
Όταν γινόμαστε αποδέκτες νέων πληροφοριών, ο εγκέφαλός μας τις κωδικοποιεί με αλλαγές στους νευρώνες στον ιππόκαμπο, ένα σημαντικό κέντρο μνήμης, καθώς και σε άλλες περιοχές. Αυτές οι ομάδες κυττάρων συνεργάζονται για να κρατήσουν τις συγκεκριμένες πληροφορίες, δημιουργώντας ένα ίχνος μνήμης γνωστό ως έγγραμμα.
Πολλές από αυτές τις πληροφορίες ξεχνιούνται εκτός και αν αποθηκευτούν κατά τη διάρκεια της εμπέδωσης της μνήμης, κάτι που συμβαίνει συχνά κατά τη διάρκεια του ύπνου. Αυτή η διαδικασία καθιστά τις αναμνήσεις πιο σταθερές και μακροπρόθεσμες.
Σε αντίθεση με έναν υπολογιστή, οι αναμνήσεις μας δεν είναι σταθερές και μόνιμες. Κάθε φορά που ενεργοποιούμε εκ νέου μια μνήμη, αυτή υπόκειται σε αλλαγές. Για παράδειγμα μερικές φορές, όταν κάνουμε συζητήσεις για μια ανάμνηση ή βλέπουμε εικόνες σχετικά με αυτή, το μυαλό προχωράει σε έναν ανασυνδυασμό των πληροφοριών και τις αποθηκεύει λανθασμένα ως αναμνήσεις.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι ιστορίες που διηγούμαστε, μπορεί να αλλάζουν ξανά και ξανά με την πάροδο του χρόνου και τελικά να επικρατεί μία… λανθασμένη ανάμνηση.
«Η μνήμη δεν είναι ποτέ τέλεια ακόμα κι όταν φαίνεται τέλεια», σημειώνει ο Μίλερ και προσθέτει: «Θυμόμαστε αυτό που θέλουμε να θυμόμαστε. Αυτό ισχύει για όλους σε κάθε στάδιο της ζωής. Αν θυμόμασταν κυριολεκτικά τα πάντα, θα ήταν υπερβολικό. Έχουμε πάντα επιλεκτική μνήμη».
Γιατί η λήθη είναι απαραίτητη
Το γεγονός που θυμόμαστε, τείνει να έχει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: Είναι ξεχωριστό, μπορεί να έχει συναισθηματική φόρτιση και σίγουρα θεωρείται τόσο σημαντικό ώστε να το αποθηκεύσουμε στο μυαλό μας. Οι αναμνήσεις μας επικεντρώνονται στις ιστορίες που μας έχουν επηρεάσει περισσότερο. Ως αποτέλεσμα, πιο ασήμαντες λεπτομέρειες απορρίπτονται με τον καιρό.
Οι ατελείς αναμνήσεις μας είναι το τίμημα που πληρώνουμε για ένα σύστημα μνήμης που είναι προσαρμοσμένο στα πράγματα που θέλουμε να θυμόμαστε στην καθημερινή μας ζωή. «Δεν θέλουμε ένα σύστημα μνήμης που θα αποθηκεύει κάθε ασήμαντη λεπτομέρεια από τις εμπειρίες μας και θα τη διατηρεί με την πάροδο του χρόνου», αναφέρει στην Washington Post ο Ντάνιελ Σάκτερ, καθηγητής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και συγγραφέας του «The Seven Sins of Memory».
«Εάν διατηρούσαμε κάθε λεπτομέρεια από κάθε εμπειρία, η συνέπεια θα ήταν ένα χάος στο μυαλό μας με αδυναμία ταξινόμησης των πληροφοριών. Το γεγονός ότι δεν κωδικοποιούμε και δεν διατηρούμε κάθε λεπτομέρεια κάθε εμπειρίας μπορεί να μας κάνει επιρρεπείς στη λήθη, ωστόσο είναι για το καλό μας, γιατί σε γενικές γραμμές καταλήγουμε να θυμόμαστε τα σημαντικά πράγματα», προσθέτει.
Εν ολίγοις, τείνουμε να ξεχνάμε τα λιγότερο σημαντικά πράγματα για να μπορούμε να θυμόμαστε τα σημαντικά. Μπορεί για παράδειγμα να μην έχουν συγκρατήσει όλες τις ημερομηνίες ή τις λεπτομέρειες από ένα γεγονός, αλλά θυμόμαστε την ουσία της εμπειρίας που βιώσαμε.
Πώς αλλάζει η μνήμη καθώς γερνάμε
«Είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχουν πολλές αλλαγές με τη γήρανση», δηλώνει στην Washington Post ο Μπράντφορντ Ντίκερσον, καθηγητής νευρολογίας στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ. Η μείωση στην ικανότητα σκέψης και μνήμης μεταξύ των ηλικιωμένων είναι ευρείες και σχεδόν καθολικές. Η διανοητική ικανότητά μας κορυφώνεται στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας της ζωής μας και εν συνεχεία ξεκινά μια μακρά και αργή διολίσθηση.
Μέρος αυτής της πτώσης πιθανότατα οφείλεται σε δομικές αλλαγές που συμβαίνουν σε όλο τον εγκέφαλο και ξεκινούν από τη μέση ηλικία. Οι συνάψεις, οι συνδέσεις δηλαδή μεταξύ των νευρώνων, εξασθενούν και κάποιοι από τους ιστούς του εγκεφάλου γίνονται πιο αδύναμοι. Μια από τις πιο προφανείς επιπτώσεις της ηλικίας είναι η ταχύτητα επεξεργασίας. Όλα γίνονται πιο αργά, όχι μόνο στο μυαλό, αλλά και στην κίνηση και στην αισθητηριακή επεξεργασία, εξηγούν οι ειδικοί στην Washington Post.
Η γήρανση επίσης μεγεθύνει τυχόν ευπάθειες που υπάρχουν ήδη, ενώ οι εγκέφαλοι των ανθρώπων μεγαλύτερης ηλικίας είναι και πιο ευαίσθητοι στο άγχος, την απόσπαση της προσοχής και την κούραση, τα οποία επιδεινώνουν τη μνήμη.
Ωστόσο, κάτι που έχει παρατηρηθεί, είναι πως όσο γερνάει ένας εγκέφαλος αντισταθμίζει την αυξανόμενη αδυναμία του, εστιάζοντας στις πιο σημαντικές πληροφορίες. Το φιλτράρισμα των πληροφοριών γίνεται με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, όπως και η σύνδεση μεταξύ των εμπειριών. «Ένας μεγαλύτερος εγκέφαλος είναι πιο σοφός και αυτό μπορεί να το αξιοποιήσει», υπογραμμίζει ο Μίλερ.
Γιατί ξεχνάμε συχνά ημερομηνίες και ονόματα
Ορισμένοι τύποι πληροφοριών είναι πιο δύσκολο να κρατηθούν. Η ανάμνηση ημερομηνιών και ονομάτων μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολη, εκτός και εάν εξασκούμαστε και ενδυναμώνουμε αυτές τις αναμνήσεις, λένε οι ειδικοί.
Η συγκράτηση ημερομηνιών και ονομάτων είναι μια από τις πιο ευάλωτες πτυχές της μνήμης, ενδεχομένως επειδή «δεν έχουν εγγενές νόημα», αναφέρει ο Σάκτερ σημειώνοντας πως αν και η αδυναμία ανάκτησης ονομάτων παρουσιάζεται συχνά ως κάτι ανησυχητικό, από μόνο του δεν αποτελεί σημάδι προβλημάτων.