Η βραδιά ήταν υπέροχη και το εορταστικό κλίμα σήκωνε ένα-δυο (και τρία- τέσσερα) ποτήρια παραπάνω. Η επόμενη ημέρα όμως αρχίζει δύσκολα, καθώς ξυπνάς με πονοκέφαλο και όλα τα άλλα δυσάρεστα κατάλοιπα που αφήνει ένα μεθύσι.
Βρετανοί χημικοί ισχυρίζονται ότι το μέλι, που είναι φυσικό γλυκαντικό, αποτελεί θαυμάσιο τρόπο για να αντιμετωπίζει το σώμα τις τοξικές συνέπειες της υπερκατανάλωσης αλκοόλ. Η φρουκτόζη που περιέχεται στο μέλι, βοηθά σημαντικά τον οργανισμό να διασπάσει σε αβλαβή υπο-προϊόντα το αλκοόλ που κυκλοφορεί στο αίμα μετά το μεθύσι.
Ο βασικός λόγος που μετά το μεθύσι οι άνθρωποι νιώθουν συχνά τόσο άσχημα, είναι επειδή το αλκοόλ πρώτα διασπάται σε ακεταλδεϋδη, μια ουσία τοξική για το σώμα, σύμφωνα με τον δρα Τζον Έμσλεϊ της Βασιλικής Εταιρίας Χημείας. Στη συνέχεια η ακεταλδεϋδη μετατρέπεται -με τη χρήση φρουκτόζης- σε οξικό οξύ, που με τη σειρά του «καίγεται» κατά τη διάρκεια της φυσικής διαδικασίας του μεταβολισμού. Παράγεται έτσι διοξείδιο του άνθρακα που «εκπνέεται» από το σώμα.
Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι για να μετριαστούν οι συνέπειες του αλκοόλ – πέρα από την υπομονή. Μεταξύ άλλων, συνίσταται να πιει κανείς ένα ποτήρι γάλα πριν πιει αλκοόλ και ακόμα να φροντίζει να πίνει «καθαρά» αλκοολούχα ποτά και περιστασιακά να τα ανακατεύει με αναψυκτικό. Το γάλα επιβραδύνει την απορρόφηση του αλκοόλ, με συνέπεια να παράγεται λιγότερη τοξική ακεταλδεΰδη στο σώμα. Από τα διάφορα ποτά, το τζιν θεωρείται συγκριτικά πιο ασφαλές για να αποφύγει κανείς το μεθύσι.
Από την άλλη, το αλκοόλ αυξάνει την απώλεια νερού από τον οργανισμό, εξ ου και η τάση να πηγαίνει κανείς συχνά στην τουαλέτα όταν πίνει πολύ. Η αφυδάτωση επιδεινώνει το μεθύσι και κάνει τα κατάλοιπά του πιο οδυνηρά και χρονοβόρα. Η κατανάλωση νερού και αναψυκτικών πέρα από το αλκοόλ βοηθά.