Την ανησυχία τους για τα υψηλά επίπεδα ανθεκτικότητας στα φάρμακα που αφορούν βακτήρια τα οποία συχνά προκαλούν λοιμώξεις του αίματος εκφράζουν οι ειδικοί του ΠΟΥ όπως προκύπτει από τα στοιχεία μιας έκθεσης του 2020 που αφορά 87 χώρες και δόθηκε στη δημοσιότητα σήμερα, Παρασκευή (9/12).
Η ανησυχία για τα παθογόνα αυτά, γνωστά ως υπερβακτήρια, που είναι ανθεκτικά στα υπάρχοντα φάρμακα, δεν είναι κάτι νέο αλλά ενισχύθηκε την πρώτη χρονιά της πανδημίας του κορονοϊού.
Η παρατεταμένη υπερβολική χρήση και/ή λανθασμένη χρήση των υπαρχουσών θεραπειών, ειδικά στα αντιβιοτικά, έχει βοηθήσει τα μικρόβια να γίνουν ανθεκτικά σε πολλές θεραπείες, ενώ οι πληροφορίες για τις θεραπείες υποκατάστασης που βρίσκονται σε εξέλιξη είναι περιορισμένες.
Η έκθεση του ΠΟΥ, όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, έδειξε επίπεδα υψηλότερα από 50% ανθεκτικότητας στα βακτήρια που συνήθως προκαλούν απειλητικές για τη ζωή λοιμώξεις του αίματος στα νοσοκομεία, όπως το Klebsiella pneumoniae και το Acinetobacter spp.
Οι λοιμώξεις αυτές συχνά απαιτούν ως θεραπεία αντιβιοτικά «έσχατης λύσης», δηλαδή φάρμακα που χρησιμοποιούνται όταν δεν έχουν αποτέλεσμα όλα τα άλλα αντιβιοτικά.
Περίπου το 8% των λοιμώξεων του αίματος, που προκαλούνται από το βακτήριο Klebsiella pneumoniae, έγιναν ανθεκτικές σε μία ζωτικής σημασίας ομάδα φαρμάκων «έσχατης λύσης», που ονομάζονται καρβαπενέμες, αναφέρεται στην έκθεση.
Τα ποσοστά αντιμικροβιακής αντίστασης (AMR) παραμένουν πολύ υψηλά, αλλά τα αντιβιοτικά «έσχατης λύσης» έχουν μόλις αρχίσει να χάνουν την αποτελεσματικότητά τους, όπως δήλωσε η δρ Κάρμεν Πεσόα-Σίλβα, η επικεφαλής του Παγκόσμιου Συστήματος Παρακολούθησης Αντιμικροβιακής Αντίστασης, σε συνέντευξη Τύπου.
Το μήνυμα ελπίδας, είπε η ίδια, είναι ότι «έχουμε ένα πολύ μικρό παράθυρο ευκαιρίας…για να αντιμετωπίσουμε την απειλή».
Παρότι υπάρχει μια συντονισμένη προσπάθεια να περιοριστεί η αχαλίνωτη χρήση αντιβιοτικών, ο ρυθμός της νέας έρευνας παραμένει μη ικανοποιητικός.
Η προσπάθεια, το κόστος και ο χρόνος που απαιτούνται για να λάβει έγκριση ένα αντιβιοτικό και η περιορισμένη απόσβεση της επένδυσης έχουν αποθαρρύνει τους παρασκευαστές φαρμάκων καθώς οι θεραπείες πρέπει να έχουν χαμηλό κόστος και είναι σχεδιασμένα για να χρησιμοποιούνται όσο λιγότερο γίνεται ώστε να περιοριστεί η ανθεκτικότητα στα φάρμακα.
Ως αποτέλεσμα, η μερίδα του λέοντος στην ανάπτυξη των αντιβιοτικών περιορίζεται σε λιγοστά εργαστήρια μικρών βιοφαρμακευτικών εταιρειών καθώς η πλειονότητα των μεγαλύτερων του χώρου αυτού είναι επικεντρωμένη σε πιο κερδοφόρες αγορές.
Μόνο λίγες μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες παραμένουν στο παιχνίδι -ανάμεσά τους οι GSK and Merck- από πάνω από 20 που ήταν τα χρόνια του ’80.
Μια παγκόσμια ανάλυση που έγινε σημείο αναφοράς και δημοσιεύτηκε νωρίτερα φέτος διαπίστωσε ότι πάνω από 1,2 εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν το 2018 εξαιτίας μολύνσεων από βακτήρια ανθεκτικά στα αντιβιοτικά, καθιστώντας την AMR κυρίαρχη αιτία θανάτου παγκοσμίως, περισσότερο από το HIV/AIDS ή την ελονοσία.
«Η πολιτική δέσμευση (σχετικά με την AMR) θα πρέπει σήμερα επειγόντως να γίνει από φιλοδοξία δράση», λέει ο Τόμας Κουένι, ο γενικός διευθυντής της Διεθνούς Ομοσπονδίας Ενώσεων και Παρασκευαστών Φαρμακευτικών Προϊόντων.
Οι συγγραφείς της έκθεσης του ΠΟΥ είπαν ότι απαιτείται περισσότερη έρευνα για να εντοπιστούν οι λόγοι που ευθύνονται για την AMR στην περίοδο που εξετάστηκε στην έκθεση και σε ποιο βαθμό αυτή (η AMR) συνδέεται με την εντονότερη χρήση αντιβιοτικών στη διάρκεια της πανδημίας.
Τα ποσοστά της AMR επίσης παραμένουν δύσκολα στην ερμηνεία τους εξαιτίας των ανεπαρκών εξετάσεων και της περιορισμένης δυνατότητας των εργαστηρίων, κυρίως σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, τονίζουν οι συγγραφείς της έκθεσης.