Η λήψη αντιρετροϊκών φαρμάκων αμέσως μόλις διαγνωστεί ότι κάποιος έχει προσβληθεί από τον ιό HIV που προκαλεί το AIDS μειώνει σε πολύ μεγάλο βαθμό τον κίνδυνο θνησιμότητας, όπως και την πρόκληση επιπλοκών, δείχνουν τα αποτελέσματα κλινικής έρευνας που έγινε σε διεθνές επίπεδο και σε πολύ μεγάλο εύρος.
Η έρευνα αυτή που ονομάστηκε Start (Strategic Timing of Antiretroviral Treatment, Στρατηγικός Συγχρονισμός της Αντιρετροϊκής Θεραπείας) σταμάτησε έναν χρόνο νωρίτερα από αυτό που προβλεπόταν, καθώς ήδη από τα πρώτα αποτελέσματά της φάνηκε ότι αυτοί που λαμβάνουν θεραπεία χωρίς να περιμένουν, διατρέχουν κατά 53% λιγότερο κίνδυνο να πεθάνουν ή να εμφανίσουν ασθένειες που συνδέονται με τον ιό HIV, συγκριτικά με μια ομάδα αναφοράς που είχε αρχίσει την θεραπεία αργότερα όταν το ανοσοποιητικό σύστημα των μελών της είχε αρχίσει να εξασθενεί.
Τα δεδομένα αυτά, σε συνδυασμό με αυτά προηγούμενων μελετών, που δείχνουν ότι τα αντιρετροϊκά φάρμακα μειώνουν σαφώς τον κίνδυνο μετάδοσης του ιού HIV σε υγιείς σεξουαλικούς συντρόφους, συνηγορούν υπέρ της χορήγησης αυτής της θεραπείας σε όλους όσοι είναι φορείς του ιού, σύμφωνα με τους ερευνητές.
Η Start είναι η πρώτη έρευνα αυτής της έκτασης που αποδεικνύει ότι είναι καλό για όλους τους οροθετικούς να λαμβάνουν αντιρετροϊκή θεραπεία ήδη από την αρχή της λοίμωξης, υπογραμμίζουν.
«Έχουμε πλέον την αδιάσειστη απόδειξη ότι υπάρχει πολύ μεγαλύτερο κέρδος για την υγεία ενός ανθρώπου που έχει προσβληθεί από τον ιό HIV να αρχίσει μια αντιρετροϊκή θεραπεία νωρίτερα απ’ ό,τι αργότερα», δήλωσε ο διευθυντής του αμερικανικού Ινστιτούτου Αλλεργιών και Μεταδοτικών Νόσων (NIAID), Άντονι Φαούτσι.
«Επιπλέον η λήψη θεραπείας από νωρίς όχι μόνον βελτιώνει την υγεία των ανθρώπων που έχουν προσβληθεί, αλλά ταυτοχρόνως μειώνει το ιικό τους φορτίο και την ίδια στιγμή τον κίνδυνο μετάδοσης του HIV σε άλλους», επισήμανε επίσης.
Υπολογίζεται ότι 35 εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο έχουν προσβληθεί από τον ιό HIV και μόνον περίπου 13 εκατομμύρια από αυτούς επωφελούνται από την λήψη αντιρετροϊκής αγωγής, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία.
Μολονότι τα Αμερικανικά Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης των Ασθενειών (CDC) συστήνουν την έναρξη της λήψης αντιρετροϊκής θεραπείας αμέσως μετά την διάγνωση, μόνον το ένα τρίτο των οροθετικών την λαμβάνει, καθώς ένας μεγάλος αριθμός φαίνεται πως αγνοεί ότι έχει προσβληθεί από τον ιό HIV καθώς δεν υποβάλλεται σε εξετάσεις.
Στις αναπτυσσόμενες χώρες, η επέκταση της χορήγησης της αντιρετροϊκής αγωγής σε όλους τους οροθετικούς θα ήταν πολύ δαπανηρή και θα απαιτούσε μια μεγάλη αύξηση της βοήθειας που χορηγείται από κυρίως το Παγκόσμιο Ταμείο για την καταπολέμηση του AIDS, της Φυματίωσης και της Ελονοσίας και το αμερικανικό πρόγραμμα Pepfar. Ο προϋπολογισμός και των δύο παραμένει στάσιμος τα τελευταία χρόνια.
Η έρευνα Start, η οποία χρηματοδοτήθηκε κυρίως από το NIAID, ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2011 σε 35 χώρες σε δείγμα 4.685 ανδρών και γυναικών που έχουν προσβληθεί από τον HIV, με κατώτερο όριο ηλικίας τα 18 χρόνια και μέσο όρο τα 36.
Περίπου οι μισοί μετέχοντες επελέγησαν τυχαία για να αρχίσουν μια αντιρετροϊκή θεραπεία αμέσως μετά την διάγνωσή τους με τον ιό και οι άλλοι μισοί αργότερα, όταν τα επίπεδα των ανοσοποιητικών τους κυττάρων CD4 άρχισαν να πέφτουν στα 350 κύτταρα ανά κυβικό χιλιοστόμετρο αίματος, δηλαδή κάτω από το φυσιολογικό.