Πολλοί από τους ανθρώπους με κορονοϊό εμφανίζουν απώλεια ή μείωση όσφρησης ή γεύσης. Έως και 80% των ανθρώπων που είναι θετικοί στον κορoνοϊό αναφέρουν ότι τα φαγητά και τα ποτά έχουν διαφορετική γεύση από το συνηθισμένο ή ότι δεν έχουν γεύση ή ότι δεν μπορούν να μυρίσουν καλά. Αυτό διαρκεί συνήθως για μερικές εβδομάδες. Υπάρχουν όμως και κάποιοι, περίπου 1,6 εκατομμύρια άνθρωποι στις ΗΠΑ, όπου υπάρχουν σχετικά στοιχεία, που εξακολουθούν να μη μπορούν να μυρίσουν σωστά για περισσότερο από 6 μήνες μετά τη λοίμωξη. Σύμφωνα με μία νέα μελέτη, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο έγκριτο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Nature Genetics, βρέθηκε συγκεκριμένος γενετικός παράγοντας που αυξάνει τον κίνδυνο για απώλεια όσφρησης και γεύσης λόγω COVID-19.
Οι γιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Σταυρούλα Πάσχου (επίκουρη καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας), Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (καθηγήτρια Θεραπευτικής-Επιδημιολογίας-Προληπτικής Ιατρικής) και Θάνος Δημόπουλος (καθηγητής Θεραπευτικής-Αιματολογίας-Ογκολογίας και πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης, όπως μεταδίδει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Κορονοϊός: 73% αυτών που ανέφεραν απώλεια όσφρησης ή γεύσης ήταν ηλικίας 26-35 ετών
Ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από σχεδόν 70.000 άτομα που είχαν θετικό τεστ για κορονοϊό. Μεταξύ αυτών, το 68% ανέφερε απώλεια όσφρησης ή γεύσης ως σύμπτωμα. Με τη χρήση σύγχρονων γενετικών τεχνικών και έξυπνων στατιστικών μοντέλων μελετήθηκαν πολλαπλές πιθανές γενετικές διαφορές μεταξύ εκείνων που έχασαν την αίσθηση της όσφρησης και της γεύσης και εκείνων που τις διατήρησαν. Βρέθηκε ότι ένας συγκεκριμένος γενετικός τόπος κοντά σε δύο οσφρητικά γονίδια, το UGT2A1 και το UGT2A2, σχετίζεται με απώλεια όσφρησης και γεύσης λόγω COVID-19. Αυτός ο γενετικός παράγοντας κινδύνου προσδίδει 11% περισσότερες πιθανότητες σε ένα άτομο με COVID-19 να χάσει την αίσθηση της όσφρησης ή της γεύσης. Η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε, επίσης, ότι οι γυναίκες είχαν 11% περισσότερες πιθανότητες από τους άνδρες να αναφέρουν σχετική απώλεια. Επίσης, περίπου 73% αυτών που ανέφεραν απώλεια όσφρησης ή γεύσης ήταν ηλικίας 26-35 ετών.
Οι ερευνητές δεν είναι ακόμη σίγουροι για τους ακριβείς μηχανισμούς. Τυπικά, αυτά τα γονίδια εκφράζονται στον οσφρητικό βλεννογόνο, όπου εμπλέκονται στη διάσπαση χημικών ουσιών και στην επεξεργασία σημάτων που οδηγούν στην αίσθηση της όσφρησης. Φαίνεται ότι οι νευρικές οδοί που προκαλούν όσφρηση ή και γεύση μπορεί γενετικά να είναι υπερλειτουργικές ή υπολειτουργικές σε κάποιους ανθρώπους. Εάν τα κύτταρα, λοιπόν, μολυνθούν από κορονοϊό, η γενετική προδιάθεση καθορίζει σημαντικά την ανθεκτικότητά τους στη μείωση ή παραμόρφωση της ικανότητας γεύσης και όσφρησης.
Προηγούμενες έρευνες είχαν δείξει ότι η απώλεια σχετίζεται με αδυναμία προστασίας των αισθητηρίων κυττάρων της μύτης και της γλώσσας από την ιογενή λοίμωξη. Αυτή η νέα μελέτη, όπως σημειώνουν οι καθηγητές του ΕΚΠΑ, προτείνει μία διαφορετική γενετική κατεύθυνση και τα ευρήματά της θα μπορούσαν να συμβάλουν ακόμη και στην ανεύρεση νέων θεραπειών.