«Πτωχεύουν τους γονείς για να εμβολιάσουν τα παιδιά τους! Εκμεταλλεύονται την ακραία φτώχεια. Η κατάντια συνεχίζεται, δωροδοκία μικρών παιδιών» γράφει ένας χρήστης του facebook σε ιδιωτική ομάδα με τίτλο «Είμαι κατά του εμβολίου Covid 19». Και συνεχίζει: «είναι σίγουρο ότι κάτι άλλο παίζεται κάτω από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων, με τις φαρμακευτικές και με τα μεγάλα κέντρα αποφάσεων». Αυτή είναι μια ενδεικτική επιχειρηματολογία από έναν αρνητή των εμβολίων, αλλά δεν είναι η μόνη – στο καλάθι χωρούν και ο πόλεμος ενάντια στον καπιταλισμό και το κεφάλαιο αλλά και και η προάσπιση του ελληνισμού και της ορθοδοξίας.
Σε άλλο ποστ στο ίδιο group διαβάζουμε: «Γνωρίζετε ότι ο εμβολιασμός είναι ένας τρόπος μείωσης του πληθυσμού με την πρόκληση θανάτων, ανίατων ασθενειών και τη στείρωση της νέας γενιάς; Όλα αυτά που σχεδιάζει η Νέα Τάξη είναι απάνθρωπα και αντιχριαστινικά». Οι ομάδες που με εντυπωσιακό ρυθμό στήνονται στα social media αλλά και στις πλατφόρμες μηνυμάτων (όπως το viber) αριθμούν χιλιάδες μέλη και κατηγοριοποιούνται ανάλογα με την περιοχή και τα ειδικά ενδιαφέροντα (βλ. ενδεικτικά: ΄Νησιά Κατά του Εμβολιασμού’, ‘Ομάδα Υγειονομικών’, ‘Ομάδα Εκπαιδευτικών’ κ.ο.κ). Ο καλά οργανωμένος αγώνας ενάντια στο μπόλι (όπως αποκαλούν το εμβόλιο οι αρνητές) εξαπλώνεται πια και στην άρνηση ιατρικών πράξεων όπως η διασωλήνωση, η μετάγγιση με αίμα εμβολιασμένου αλλά και η διενέργεια rapid test με χρήση μπατονέτας, μιας και η τελευταία θεωρείται από τους αντιεμβολιαστές, καρκινογόνα. Και ο αγώνας περιλαμβάνει και άλλα. Στα ίδια group κατά των εμβολίων, γονείς προετοιμάζονται για τον τρόπο που θα απαλλάξουν τα παιδιά τους από το μάθημα της σεξουαλικής αγωγής, το οποίο θα εισαχθεί για πρώτη φορά φέτος στα σχολεία. Ποια είναι όμως η ψυχολογία και το συναίσθημα που γεννούν αυτή την άρνηση; Ποιοι την τροφοδοτούν και με ποιο τρόπο;
«Σύμφωνα με ευρήματα πρόσφατης μελέτης που διεξήχθη στις ΗΠΑ, οι αντιεμβολιαστικές στάσεις είναι υψηλότερες μεταξύ εκείνων που έχουν υψηλή συνωμοτική σκέψη και υψηλά επίπεδα απέχθειας στο αίμα και τις βελόνες» αρχίζει να εξηγεί η Κέλλυ Ιωάννου, κλινική εγκληματολόγος, σύμβουλος οικογένειας και διευθύντρια του Διεθνούς Ινστιτούτου Κυβερνοασφάλειας (CSI Institute).
Όπως συνεχίζει να μας αναλύει, πρόκειται για ανθρώπους με έντονο το χαρακτηριστικό του ατομικισμού. « Άλλα τους χαρακτηριστικά είναι η δυσπιστία, η χαμηλή προσαρμοστικότητα, η “ανομία”, ο ναρκισσισμός και η υψηλή ανάγκη για μοναδικότητα. Όλα τα παραπάνω, συνδέονται με την πίστη σε θεωρίες συνωμοσίας και την άρνηση στην επιστήμη της ιατρικής. Προφανώς, αυτή η ομάδα υπήρχε και πριν τον κορονοϊό. Μερικές από τις θεωρίες που κυκλοφορούν είναι ότι ο ιός κατασκευάστηκε από τις φαρμακοβιομηχανίες για να βγάλουν λεφτά οι τελευταίες, ότι ο κορoνοϊός δεν υπάρχει και δεν έχει πεθάνει κανείς από αυτόν, ότι είναι ψεύτικη ασθένεια που εφευρέθηκε για να καλύψει τις επιπτώσεις του 5G, ότι στόχος είναι να μειωθεί ο παγκόσμιος πληθυσμός και να μας βάλουν τσιπάκια, όπως επίσης και να αλλάξουν το DNA των ανθρώπων».
Οι τρεις ψυχολογικοί παράγοντες της άρνησης
Τρεις είναι σύμφωνα με την κα Ιωάννου οι κύριοι παράγοντες που σχετίζονται με την ψυχολογία των συνωμοσιολόγων/αρνητών. Ο πρώτος, έχει να κάνει με την ροπή του ανθρώπου να προτιμάει ερμηνείες που σχετίζονται με τη ψυχολογία που έχει τη δεδομένη στιγμή. Δηλαδή, οι ίδιοι δεν θεωρούν ότι κάτι συμβαίνει τυχαία ή απλά ότι είναι σύμπτωση αλλά ότι συμβαίνει εσκεμμένα και ότι υπάρχει κάποιο εσωτερικό κίνητρο για οποιοδήποτε συμβάν.
Ο δεύτερος παράγοντας έχει να κάνει με τις προκαταλήψεις που έχει ο κάθε άνθρωπος. Όπως το περιγράφει η κα Ιωαννου: «Πιο συγκεκριμένα, υπάρχει η “προκατάληψη επιβεβαίωσης“, η οποία είναι η τάση που έχουμε να προσκολλούμαστε στις πεποιθήσεις μας και να αναζητούμε πληροφορίες που επιβεβαιώνουν τις προκαταλήψεις μας».
Τέλος, ο τρίτος παράγοντας σχετίζεται με την επιθυμία πολλών ανθρώπων να είναι οι αποκλειστικοί γνώστες ενός αντικειμένου. « Οι θεωρίες συνωμοσίας και η άρνηση της επιστήμης κάνουν ένα άτομο να νιώθει ξεχωριστό με τη λογική ότι κατέχει μη συμβατικές και δυνητικά σπάνιες πληροφορίες. Οι συνωμοσιολόγοι ενδέχεται να είναι κοινωνικά απομονωμένοι και για να καλύψουν την ανάγκη του “ανήκειν” στρέφονται σε ομάδες όπως αυτές των αρνητών. Αυτές οι θεωρίες δίνουν μια αίσθηση σημασίας, ασφάλειας και ελέγχου μέσα σε έναν αβέβαιο κόσμο».
Πώς σκέφτονται οι υγειονομικοί που δεν εμβολιάζονται;
Όσον αφορά τώρα την αντιεμβολιαστική στάση στις τάξεις των γιατρών και των υγειονομικών, γεγονός που ομολογουμένως προκαλεί μεγάλη εντύπωση στο κοινό, αυτό σύμφωνα με την κα Ιωάννου σχετίζεται με την πεποίθηση που έχουν πολλοί γιατροί και νοσηλευτές ότι δεν ανήκουν στην ομάδα υψηλού κινδύνου και προστατεύονται καλά από τον εξοπλισμό τους (βλ.τη στολή εργασίας τους).
Κάποιοι άλλοι υγειονομικοί πιστεύουν ότι επειδή έχουν ήδη μολυνθεί από τον ιό και έχουν αναρρώσει, έχουν αποχτήσει επαρκή αντισώματα. «Πάντως, ακόμη και στο ιατρικό προσωπικό δεν υπάρχει επαρκής γνώση για τη δράση των νέων εμβολίων» σημειώνει η κα Ιωάννου και προσθέτει: «Επιπλέον υπάρχουν και υποκειμενικοί παράγοντες που τους επηρεάζουν ασυνείδητα. Όταν κάποιοι εργάζονται σε νοσοκομεία κάτω από όχι και τόσο καλές συνθήκες, αναπτύσσουν αντιδραστικές συμπεριφορές, σε περίπτωση που οι προϊστάμενοί τους τους υποδείξουν να εμβολιαστούν. Και αυτό φυσικά έχει περαιτέρω επιπτώσεις: αν οι γιατροί δεν αντιλαμβάνονται γιατί θα πρέπει να εμβολιαστούν, πώς θα μπορέσουν να πείσουν τους ασθενείς τους;»
«Τα ΜΜΕ έχουν ευθύνη»
Στο χορό των υπεύθυνων για την καλλιέργεια της αντιεμβολιαστικής στάσης, μπαίνουν και τα Μ.Μ.Ε, η δράση των οποίων δεν μπορεί να αγνοηθεί. Όπως εξηγεί η κα Ιωάννου: «Ένας βασικός παράγοντας για την αποδοχή ενός νέου εμβολίου είναι η εμπιστοσύνη. Η παραπληροφόρηση των μέσων μαζικής ενημέρωσης μπορεί να προκαλέσει αμφιβολίες στο κοινό για την εξάπλωση των ασθενειών, την πρόληψη, τους θανάτους και την ασφάλεια των εμβολίων και μπορεί να προωθήσει την δυσπιστία προς την κυβέρνηση, τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, τις υγειονομικές αρχές και τις φαρμακευτικές εταιρείες.
Και φυσικά υπάρχει και η παραπληροφόρηση- υπάρχουν ΜΜΕ που προβάλλουν ισχυρισμούς όπως ότι η Covid- 19 δημιουργήθηκε σκόπιμα από την κυβέρνηση ή ότι οι οργανώσεις υγείας έχουν υπερβάλει για την θνησιμότητα του κορονοϊού με στόχο το φαρμακευτικό και πολιτικό όφελος».
Ο ασυνείδητος αμυντικός μηχανισμός και η πολιτική εργαλειοποίηση
Η Άννα Μαστοράκου, αντιπρόεδρος του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου και Πρόεδρος Ιατρικού Συλλόγου Πάτρας είναι από τους επιστήμονες που έχει παρατηρήσει στενά και συνεχίζει να το κάνει, το κίνημα των αντιεμβολιαστών μιας και η πόλη της έχει ισχυρό μέτωπο αρνητών όχι μόνο στους πολίτες αλλά και στους υγειονομικούς. Πριν από λίγες ημέρες μάλιστα, η κα Μαστοράκου κατέθεσε αίτημα στον Εισαγγελέα για παρέμβαση σε κάθε δημόσια εκδήλωση αντιεπιστημονικής άποψης και διασπορά ψευδών ειδήσεων από όπου και να προέρχεται. Η σταγόνα που ξεχείλισε κατά την ίδια το ποτήρι, ήταν οι δημόσεις δηλώσεις μιας εργαζόμενης στο φαρμακείο ενός εκ των τριών νοσοκομείων της πόλης, ότι το εμβόλιο περιέχει… σκέτο νεράκι.
«Κατ’ αρχάς θα πρέπει να διαχωρίσουμε την ομάδα των αντιεμβολιαστών από την ομάδα των ανεμβολίαστων» ξεκινάει να μας περιγράφει κι η ίδια το προφίλ αυτής της ομάδας και συνεχίζει: «Οι τελευταίοι είναι άνθρωποι οι οποίοι είναι επιφυλακτικοί ή φοβισμένοι με το εμβόλιο αλλά δεν ασκούν αρνητική επιρροή στους γύρω τους. Το βέβαιο είναι ότι οι αντιεμβολιαστές φαίνεται να δρουν οργανωμένα, συντεταγμένα και με ακλόνητη δογματική προσκόλληση σε αντιεπιστημονικές απόψεις, οι οποίες είναι εντελώς ανυπόστατες. Δε διστάζουν να απορροφήσουν οποιαδήποτε πληροφορία κυκλοφορεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, χωρίς κανένα φίλτρο λογικής- Τσιπάκια, Μπιλ Γκέϊτς, δαιμονικές δυνάμεις, χημικά με καρκίνο, η δράση της ‘ακίδας’, είναι μικρά παραδείγματα του άκρατου παραλογισμού. Δίνουν την εικόνα αίρεσης που υπακούει στον κανόνα της άρνησης της νόσου Covid 19, του εμβολιασμού, της διενέργειας rapid test, της διασωλήνωσης ακόμα και της μετάγγισης με αίμα εμβολιασμένου!»
Όσον αφορά το υπόστρωμα αυτής της άρνησης, για την κα Μαστοράκου η άρνηση είναι ένας ασυνείδητος αμυντικός μηχανισμός που δημιουργείται όταν υπάρχει μία απειλή, έντονη φοβία ή άγχος και έχει ως αποτέλεσμα το άτομο να αρνείται την ύπαρξη ορισμένων στοιχείων που προέρχονται από την εξωτερική πραγματικότητα. Η κα Μαστοράκου τονίζει και το εξής: «Υπάρχει προσπάθεια πολιτικής εργαλειοποίησης της πανδημίας, με σκοπό την οργάνωση της κοινωνικής αντίδρασης σε ένα ισχυρό διαχειρίσιμο μέτωπο που μπορεί να λειτουργήσει ως εφαλτήριο πολιτικών εξελίξεων».
Η ευθύνη (συγκεκριμένων) επιστημόνων και το βολικό ξεδιάλεγμα δεδομένων
Ο Στέλιος Λουκίδης, καθηγητής Πνευμονολογίας στη Β’ Πνευμονολογική Κλινική (ΕΚΠΑ) του «Αττικόν» έχει ήδη έρθει κι ο ίδιος αντιμέτωπος με αρνήσεις για ιατρικές πράξεις όπως η διασωλήνωση. Όπως έλεγε πριν από λίγες ημέρες στο Νewsbeast: «Τον περασμένο Μάρτιο, μέλος της οικογένειας μιας γυναίκας που νοσηλευόταν στη ΜΕΘ του νοσοκομείου, μου ζήτησε οπτική επαφή με τη διασωλήνωση για να βλέπουν από κοντά τι θα κάνω. Εννοείται ότι δε συναίνεσα και προχώρησα την κρίσιμη εκείνη την ώρα, διασωλήνωση ως όφειλα ως γιατρός».
Αυτή τη φορά, ο κος Λουκίδης μας μίλησε για ένα συγκεκριμένο κομμάτι που σχετίζεται άμεσα με την «τροφοδοσία» των αρνητών. « Υπάρχουν συγκεκριμένοι επιστήμονες που δίνουν τροφή στους αρνητές και στους αντιεμβολιαστές. Κάποια από όσα λένε, έχουν λογική βάση αλλά προβάλλονται απομονωμένα. Αναφέρονται για παράδειγμα σε μια μόνο συγκεκριμένη μελέτη όχι στο σύνολο των δεδομένων. Να σας δώσω ένα παράδειγμα- κάποιοι γιατροί λένε πως δεν υπάρχει μελέτη για τον εμβολιασμό στην κύηση, ενώ αυτό δεν ισχύει.
»Κάποιοι επιστήμονες και γιατροί μάλιστα, προχωρούν στο να εκφράσουν μια γενικευμένη άποψη ότι στην εγκυμοσύνη δεν πρέπει οι έγκυες γενικώς να λαμβάνουν κανένα φάρμακο, το οποίο είναι πάλι μια εντελώς λανθασμένη άποψη. Παρ’ όλα αυτά, οι παραπάνω μεμονωμένες απόψεις είναι μια χρυσή ευκαιρία για τους αντιεμβολιαστές για να αρθρώσουν λόγο. Ένας γιατρός και μόνο να διατυπώσει μια τέτοια γνώμη στο διαδίκτυο και στα social media, τα οποία τρέχουν με ταχύτητα φωτός, φτάνει.
Την ίδια στιγμή, όλες οι μελέτες που αποδεικνύουν τα αντίθετα, τα αληθινά, τα πραγματικά δεδομένα βρίσκονται εκεί στο διαδίκτυο, μπορεί κάποιος να τις βρει και να τις διαβάσει ελεύθερα. Κανείς όμως από τους αρνητές δεν θέλει να τις δει. Οι θετικές μελέτες δεν αναφέρονται ποτέ. Γίνεται ένα βολικό ξεδιάλεγμα.
Για παράδειγμα,ο συσχετισμός ενός ισχαιμικού επεισοδίου και στεφανιαίας νόσου μήνες μετά από έναν εμβολιασμό είναι μια άποψη που αγνοεί αυτό που λέμε στην ιατρική διαγνωστική προτεραιότητα».
Σύμφωνα με τον κο Λουκίδη η συγκεκριμένη ομάδα επιστημόνων, για τους δικούς τους, προσωπικούς λόγους μιλούν σα να εκφράζουν γνώμη και όχι τα δεδομένα της επιστήμης ως οφείλουν.
«Η ευθύνη τους είναι πολύ μεγάλη. Ένας από αυτούς είπε: ‘οι εμβολιασμένοι μεταδίδουν το ίδιο με τους ανεμβολίαστους τη μετάλλαξη Δέλτα’. Στην πραγματικότητα όμως, η μελέτη αυτή υποστηρίζει ότι η μετάδοση και νόσηση από την μετάλλαξη Δέλτα είναι μικρότερη στους εμβολιασμένους απ’ ο, τι στους ανεμβολίαστους, πράγμα που αποκρύπτεται».
Ο κος Λουκίδης κάνει ακόμα λόγο για ένα διπλό πρόβλημα: παραπληροφόρηση και υπέρ πληροφόρηση. « Οι πληροφορίες δεν διατυπώνονται σωστά, ούτε φιλτράρονται, συχνά είναι αντικρουόμενες ενώ και οι εντελώς ψευδείς ειδήσεις έχουν βρει πια τον τρόπο να διαχέονται στο διαδίκτυο και να βρίσκουν περίοπτη θέση στα site και τα κανάλια επικοινωνίας των αντιεμβολιαστών» τονίζει ο ίδιος. Όσο για το παράδοξο ενός γιατρού που δεν θέλει να εμβολιαστεί, ο κος Λουκίδης μιλάει για μεγάλη έλλειψη ευθύνης.
Ο ίδιος μας δίνει και την άποψη του για τον πυρήνα της σκέψης των αρνητών: « Σχετικά με τα ψυχολογικά κίνητρα και το μηχανισμό αυτής της σκέψης, πιστεύω ότι τόσο στους γιατρούς και λοιπούς υγειονομικούς αλλά και στους πολίτες που δεν ασκούν το επάγγελμα μας, το συναίσθημα που επικρατεί, η ιδεολογία τους αν μπορούμε να το πούμε έτσι, έχει μια βάση ναρκισσιστική και αντιδραστική ταυτόχρονα. Δεν θέλουν να ταυτίζονται με ο, τι ταυτίζεται η πλειοψηφία, δεν θέλουν να αποδέχονται ο, τι αποδέχεται ως κοινή λογική το σύνολο της κοινωνίας.
Θεωρούν ακόμα πως γιατροί και δημοσιογράφοι χρηματίζονται από τις φαρμακευτικές εταιρείες ή από σκοτεινά συμφέροντα. Αν δούμε το ζήτημα λίγο ευρύτερα, τότε καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται σε μεγάλο βαθμό και για συσσωρευμένη, χρόνια αντίδραση ενάντια στην εξουσία και στον αστικό τρόπο ζωής αλλά και στην οικονομική κρίση που βιώσαμε. Ας δούμε την πανδημία ως μια ευκαιρία ανθρωπιστικής προσέγγισης και όχι σαν ευκαιρία εμφυλιοπολεμικών τακτικών».