Βρετανοί επιστήμονες εντόπισαν μια περιοχή στον εγκέφαλο, που εκφυλίζεται πρόωρα τόσο στη νόσο Αλτσχάιμερ, όσο και στη σχιζοφρένεια. Η ανακάλυψη θα μπορούσε να βοηθήσει μελλοντικά στην έγκαιρη διάγνωση και των δύο παθήσεων. Επιπλέον, επιβεβαιώνει τις υποψίες ορισμένων επιστημόνων ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα στο Αλτσχάιμερ και στη σχιζοφρένεια.
Οι ερευνητές του Συμβουλίου Ιατρικών Ερευνών της Βρετανίας, με επικεφαλής τον καθηγητή Χιου Πέρι μελέτησαν με την μέθοδο της μαγνητικής απεικόνισης τον εγκέφαλο 484 υγιών εθελοντών, ηλικίας οκτώ έως 85 ετών, για να δουν τη διαχρονική εξέλιξή του, καθώς γερνάει.
Οι εικόνες αποκάλυψαν ένα κοινό μοτίβο: εκείνες οι εγκεφαλικές περιοχές που αναπτύσσονται τελευταίες κατά την εφηβεία, είναι και οι πρώτες που εμφανίζουν σημάδια γεροντικής εκφύλισης. Οι νευρωνικές αυτές περιοχές της φαιάς ουσίας συντονίζουν τις νοητικές λειτουργίες ανωτέρου επιπέδου.
Όταν, στη συνέχεια, οι επιστήμονες μελέτησαν απεικονίσεις εγκεφάλου ασθενών με Αλτσχάιμερ και σχιζοφρένεια, ανακάλυψαν ότι οι ίδιες περιοχές του εγκεφάλου υφίστανται φθορά. Η ανακάλυψη αυτή επιβεβαιώνει ότι, αν και διακριτές παθήσεις, η σχιζοφρένεια και η νόσος Αλτσχάιμερ σχετίζονται.
«Στο παρελθόν οι γιατροί ονόμαζαν τη σχιζοφρένεια πρόωρη άνοια. Έως τώρα δεν είχαμε ξεκάθαρες ενδείξεις ότι οι ίδιες περιοχές του εγκεφάλου μπορεί να σχετίζονται με αυτές τις δύο τόσο διαφορετικές παθήσεις. Η νέα μεγάλη και εξονυχιστική μελέτη αποκαλύπτει μια σημαντική και έως τώρα μη αποδεδειγμένη σχέση ανάμεσα στην ανάπτυξη, στη γήρανση και στις εν λόγω παθήσεις στον εγκέφαλο», δήλωσε ο Χιου Πέρι.
Οι ερευνητές, ανέφεραν ότι εγείρονται ερωτήματα κατά πόσο μια σειρά από γενετικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες μπορεί να συμβαίνουν νωρίς στη ζωή, οι οποίοι να έχουν στη συνέχεια συνέπειες σε βάθος χρόνου;
Ο δρ Μάικλ Μπλούμφιλντ του University College του Λονδίνου (UCL) δήλωσε ότι, μεταξύ άλλων, η νέα έρευνα θα βοηθήσει, ώστε να γίνεται μια έγκαιρη πρόβλεψη κατά πόσο ένας ασθενής με σχιζοφρένεια θα έχει καλή ή όχι πρόγνωση σχετικά με την εξέλιξη της πάθησής του (άρα και καλύτερη θεραπεία), κάτι που σήμερα δεν είναι εφικτό με τις υπάρχουσες διαγνωστικές μεθόδους.
Πάντως οι ερευνητές επεσήμαναν ότι χρειάζεται ακόμη πολλή ερευνητική δουλειά, εωσότου καταφέρουν να αξιοποιήσουν πρακτικά τις μελέτες τους στην κλινική.