Ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων, οι οποίοι γυμνάζονται συστηματικά, καταλήγουν να έχουν μεγαλύτερο βάρος από ό,τι όταν ξεκίνησαν. Μάλιστα, το πρόσθετο βάρος συχνά δεν είναι έξτρα μυς, αλλά περισσότερο λίπος. Άρα η γυμναστική είναι καλή για την υγεία, αλλά όχι κατ’ ανάγκη και για αδυνάτισμα, αν δεν συνοδεύεται από κάποια δίαιτα.
Σε αυτή τη διαπίστωση κατέληξε μια νέα έρευνα από επιστήμονες του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Αριζόνα, με επικεφαλής τον καθηγητή διατροφολογίας Γκλεν Γκέσερ.
Θεωρητικά, όταν γυμνάζεται κανείς τακτικά, καίει περισσότερες θερμίδες και λίπος από όσο καταναλώνει, συνεπώς αδυνατίζει σιγά – σιγά. Στην πραγματικότητα όμως, σύμφωνα με τους ερευνητές, έχει παρατηρηθεί ότι, όχι σπάνια, καταλήγει κανείς να βάλει κιλά, αντί να χάσει. Οι επιστήμονες δεν έχουν ακόμη καταλάβει καλά γιατί η άσκηση βοηθά μερικούς ανθρώπους να γίνουν πιο αδύνατοι και άλλους όχι, ενώ σε μερικούς έχει ακριβώς το αντίθετο (και ανεπιθύμητο) αποτέλεσμα.
Η νέα έρευνα μελέτησε 81 υγιείς γυναίκες που έκαναν καθιστική ζωή και όλες ήταν υπέρβαρες, ενώ καμία δεν είχε ασκηθεί σωματικά το προηγούμενο έτος. Οι γυναίκες έπρεπε να αρχίσουν στο εργαστήριο ένα κοινό πρόγραμμα σωματικής άσκησης, χωρίς να αλλάξουν τις διατροφικές συνήθειές τους. Το πρόγραμμα περιλάμβανε άσκηση 30 λεπτών τρεις φορές την εβδομάδα επί 12 εβδομάδες.
Στο τέλος, όλες οι γυναίκες -όπως έδειξαν τα σχετικά τεστ- ήσαν σε πολύ καλύτερή αεροβική κατάσταση, αλλά το παράδοξο ήταν πως αρκετές ήταν πιο παχιές. Σχεδόν το 70% των γυναικών είχαν προσθέσει έστω λίγο παραπάνω μάζα λίπους και αρκετές είχαν βάλει έως πέντε κιλά παραπάνω, κυρίως έξτρα λίπος και όχι περισσότερους μυς. Λίγες μόνο γυναίκες είχαν γίνει πιο αδύνατες και εξίσου λίγες είχαν διατηρήσει το αρχικό βάρος τους.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι όσες γυναίκες είχαν χάσει βάρος ήδη κατά τις τέσσερις πρώτες εβδομάδες της άσκησης, συνέχισαν να χάνουν και μετά, κάτι που δεν συνέβη με τις υπόλοιπες. «Αυτό πρακτικά σημαίνει», όπως είπε ο Γκλεν Γκέσερ, ότι «όποιος -ή όποια- θέλει να χάσει βάρος με την άσκηση, καλά θα κάνει να ελέγχει τη ζυγαριά μετά τον πρώτο μήνα. Αν σε εκείνο το σημείο το βάρος παραμένει αμετάβλητο ή έχει αυξηθεί, τότε κανείς θα πρέπει να στραφεί στη δίαιτα και σε άλλες δραστηριότητες», επειδή έχει πια διαφανεί ότι δεν πρόκειται να χάσει βάρος μόνο με τη γυμναστική.
Αν και η έρευνα δεν συμπεριέλαβε άνδρες, υπάρχουν ήδη ενδείξεις από προηγούμενες μελέτες ότι και αυτοί, όπως οι γυναίκες, όχι σπάνια αυξάνουν το βάρος τους μόλις ξεκινάνε να γυμνάζονται. Σε κάθε περίπτωση πάντως, όπως είπε ο καθηγητής διατροφολογίας, η σωματική άσκηση φέρνει περισσότερη υγεία, έστω και αν δεν εξασφαλίζει το αδυνάτισμα.
Οι επώνυμες δίαιτες πάσχουν σε βάθος χρόνου
Οι πολυδιαφημισμένες και «αιρετικές» δίαιτες, που υπόσχονται θαύματα, χωρίς καν κανείς να κάνει αυτά που συνήθως θεωρούνται απαραίτητα, όπως να μην τρώει λιπαρά και να μην ασκείται, έχουν αρχικά όντως θετικά αποτελέσματα, όμως μετά από δύο χρόνια τα περισσότερα, αν όχι όλα τα χαμένα κιλά έχουν επανέλθει στη… θέση τους. Αυτό διαπίστωσε μια νέα καναδική επιστημονική έρευνα, η οποία υποστηρίζει ότι τελικά μάλλον θα πρέπει να επιμείνει κανείς παραδοσιακά, δηλαδή με τις κλασικές δίαιτες, σε συνδυασμό με τη σωματική άσκηση.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου ΜακΓκιλ, με επικεφαλής τον καθηγητή ιατρικής Μαρκ Άϊζενμπεργκ συνέκριναν τέσσερις δημοφιλείς διαφημιζόμενες δίαιτες (Atkins, Weight Watchers, South Beach και Zone) με τις παραδοσιακές μεθόδους αδυνατίσματος (λίγη τροφή χωρίς λιπαρά κ.λπ.) και με τη σωματική άσκηση.
Η ανάλυση των σχετικών μικρών κλινικών δοκιμών που υπάρχουν, έδειξε ότι αν και οι τέσσερις δίαιτες, η κάθε μία με τη δική της ξεχωριστή μέθοδο, πέτυχαν να μειώσουν το βάρος βραχυπρόθεσμα (μετά από ένα έτος), αυτό σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου επανήλθε. Οι ερευνητές συμπέραναν ότι θα ήταν μάλλον καλύτερα αν οι άνθρωποι φρόντιζαν να κόψουν τα λιπαρά και παράλληλα να γυμνάζονται.
Επιπλέον, οι τέσσερις επώνυμες δίαιτες, δεν φάνηκε να έχουν κάποια διαφορά μεταξύ τους, όσον αφορά τη βελτίωση ζωτικών δεικτών στο αίμα (χοληστερίνης, αρτηριακής πίεσης, σακχάρου κ.α.). Ο Άϊζενμπεργκ ανέφερε ότι πρέπει να γίνουν πλέον μεγάλες κλινικές δοκιμές, που να συγκρίνουν άμεσα τις κυριότερες δίαιτες, ώστε να ριχτεί περισσότερο φως στους ισχυρισμούς των δημιουργών τους πως η μέθοδός τους μειώνει σημαντικά το βάρος και τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.