Τα μάτια και η μύτη προσφέρουν πλέον τις νέες «οδούς» για την έγκαιρη διάγνωση της νόσου Αλτσχάιμερ μέσω εναλλακτικών πιο απλών εξετάσεων σε σχέση με τις υπάρχουσες, σύμφωνα με τα αποτελέσματα τεσσάρων νέων κλινικών δοκιμών και επιστημονικών ερευνών, που παρουσιάστηκαν σε διεθνές συνέδριο στη Δανία. Νέα οφθαλμολογικά και οσφρητικά τεστ βρίσκονται ήδη υπό ανάπτυξη, αλλά θα χρειαστούν ακόμη κάποια χρόνια ερευνών και μεγαλύτερων δοκιμών, έως ότου υπάρξει ευρεία κλινική εφαρμογή των νέων διαγνωστικών εξετάσεων.
Δύο μελέτες έδειξαν ότι η μειωμένη ικανότητα ενός ανθρώπου να μυρίσει τις οσμές, αποτελεί σημαντικό δείκτη για την πιθανότητα εμφάνισης άνοιας και Αλτσχάιμερ. Από την άλλη, σύμφωνα με δύο άλλες έρευνες, η κατάλληλη οφθαλμολογική εξέταση μπορεί να ανιχνεύσει τη συσσώρευση του βήτα-αμυλοειδούς, της πρωτεΐνης που εμπλέκεται στη δημιουργία «πλακών» στον εγκέφαλο. Οι πλάκες αυτές δημιουργούνται σταδιακά αρκετά χρόνια πριν την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων και έτσι καταστρέφουν ζωτικά νευρικά κύτταρα.
Οι νέες μελέτες παρέχουν βελτιωμένες δυνατότητες για να εντοπιστούν πρόωρα όσοι άνθρωποι κινδυνεύουν να αναπτύξουν τη νόσο. Η έγκαιρη διάγνωση αποτελεί σημαντική προτεραιότητα, καθώς οι επιστήμονες ελπίζουν ότι αυτό θα βοηθήσει στην πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση της νευροεκφυλιστικής πάθησης, για την οποία, προς το παρόν, δεν υπάρχει θεραπεία, ενώ τα περιστατικά της αυξάνονται παγκοσμίως κάθε χρόνο.
«Με δεδομένη την αυξανόμενη παγκόσμια επιδημία της νόσου Αλτσχάιμερ, υπάρχει πιεστική ανάγκη να βρεθούν απλά και λιγότερο επεμβατικά διαγνωστικά τεστ, που θα εντοπίζουν τον κίνδυνο πολύ νωρίτερα, στην πορεία της πάθησης» δήλωσε η Χίδερ Σνάιντερ, διευθύντρια της οργάνωσης Alzheimer Association, που διοργανώνει το φετινό διεθνές συνέδριό της στην Κοπεγχάγη, όπου παρουσιάζονται οι τελευταίες ερευνητικές εξελίξεις.
Τέσσερις έρευνες
Η διεθνής κοινότητα -με την υποστήριξη της Ομάδας των Οκτώ (G8)- έχει θέσει ως φιλόδοξο στόχο την πρόληψη και ουσιαστικά τη θεραπεία του Αλτσχάιμερ έως το 2025. Σήμερα, είναι εφικτή μόνο η κλινική διάγνωση της νόσου σε προχωρημένο στάδιο, όταν πια έχει γίνει μη αναστρέψιμη ζημιά στα εγκεφαλικά κύτταρα.
Η διάγνωση του επιπέδου του βήτα-αμυλοειδούς γίνεται είτε μέσω της δαπανηρής απεικονιστικής εξέτασης ΡΕΤ (τομογραφίας εκπομπής ποζιτρονίων, που χρησιμοποιεί ραδιενεργές ουσίες), είτε μέσω μαγνητικής τομογραφίας, είτε μέσω της επεμβατικής εξέτασης του εγκεφαλονωτιαίου υγρού, το οποίο λαμβάνεται με βελόνα που εισάγεται στη σπονδυλική στήλη. Γι’ αυτό, αναζητούνται εναλλακτικοί βιοδείκτες που θα επιτρέπουν την πιο πρόωρη και μη επεμβατική διάγνωση, ώστε να υπάρχει περισσότερος ωφέλιμος χρόνος για να δράσει η φαρμακευτική θεραπεία.
Από τις τέσσερις νέες μελέτες, η πρώτη, με επικεφαλής τον Σον Φροστ του ερευνητικού κέντρου CSIRO της Αυστραλίας, που έγινε σε 200 εθελοντές, έδειξε ότι η εξέταση για το βήτα-αμυλοειδές στον αμφιβληστροειδή φακό του ματιού (που αποτελεί μέρος του κεντρικού νευρικού συστήματος και άρα προέκταση του εγκεφάλου) δίνει ανάλογα αποτελέσματα με αυτά που αποκαλύπτει η απεικόνιση ΡΕΤ για το επίπεδο της εν λόγω πρωτεΐνης στον εγκέφαλο. Ως βοηθητικός δείκτης φθορισμού χρησιμοποιείται πάνω στο μάτι η ουσία κουρκουμίνη, η οποία «προσδένεται» στενά στο βήτα-αμυλοειδές.
Το σχετικό οφθαλμολογικό τεστ διακρίνει μεταξύ όσων έχουν Αλτσχάιμερ και όσων δεν έχουν, με ακρίβεια 100% και 80% αντίστοιχα. Το πρώτο ποσοστό αφορά όσους έχουν Αλτσχάιμερ και το δεύτερο όσους δεν έχουν, δηλαδή το τεστ “πιάνει” όλους τους πράγματι ασθενείς και τους περισσότερους υγιείς. Η ανίχνευση γίνεται 15 έως 20 χρόνια πριν την κλινική διάγνωση των πρώτων συμπτωμάτων. Οι ερευνητές ευελπιστούν ότι η εξέταση των ματιών θα συμπληρώσει μελλοντικά τις άλλες υπάρχουσες διαγνωστικές εξετάσεις και πιθανώς, θα περιλαμβάνεται στο καθιερωμένο «τσεκ-απ», που κάνει ένας οφθαλμίατρος.
Μια δεύτερη μελέτη, με επικεφαλής τον Παλ Χάρτουνγκ, πρόεδρο της αμερικανικής εταιρείας Cognoptix Inc, που έγινε σε 20 άτομα με την χρήση μιας νέας τεχνολογίας λέιζερ, επιβεβαιώνει ότι το επίπεδο του βήτα-αμυλοειδούς που ανιχνεύεται στον φακό του ματιού, αντικατοπτρίζει πιστά το επίπεδο αυτής της πρωτεΐνης στον εγκέφαλο. Τα ποσοστά ακριβούς διάγνωσης διαμορφώνονται σε 95% (για τους ασθενείς) και 85% (για τους υγιείς).
Η τρίτη έρευνα, με επικεφαλής τον Μάθιου Γκράουντον της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, που πραγματοποιήθηκε σε 215 ηλικιωμένους, δείχνει ότι η νευροεκφύλιση του εγκεφάλου σχετίζεται στενά με τη σταδιακή απώλεια της όσφρησης. Καθώς η νόσος καταστρέφει νευρικά κύτταρα του εγκεφάλου, ανάμεσά τους βρίσκονται και αυτά που είναι ζωτικά για την αίσθηση της όσφρησης. Η ανακάλυψη ενισχύει την πιθανότητα ανάπτυξης ενός σχετικού οσφρητικού τεστ.
Τέλος, η τέταρτη μελέτη, με επικεφαλής τον καθηγητή ψυχιατρικής Νταβανγκέρε Ντεβανάντ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κολούμπια, που έγινε σε 1.037 άτομα με μέση ηλικία 81 ετών, επιβεβαίωσε ότι η αδυναμία σωστής όσφρησης αποτελεί ένδειξη για μελλοντική εμφάνιση άνοιας και Αλτσχάιμερ. Και αυτοί οι ερευνητές θεωρούν ότι πλέον ανοίγει ο δρόμος για ένα φθηνό διαγνωστικό τεστ όσφρησης.