Ενάλια αρχαιολογική έρευνα πλησίον του αρχαιολογικού χώρου της Ασίνης, ανατολικά του Τολού Αργολίδας, διεξήχθη την περίοδο 7-11 Οκτωβρίου 2024. Όπως ενημερώνει ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού, η θέση, που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από το σημερινό χωριό Τολό, χάρη στην ευνοϊκή τοποθεσία της κατοικήθηκε τόσο κατά τους προϊστορικούς όσο και τους ιστορικούς χρόνους.

Σύμφωνα με την ίδια ανακοίνωση, οι αρχαιολογικές έρευνες των ετών 2021 και 2022 είχαν αποκαλύψει την έκταση και τη φύση μιας μεγάλης τεχνητής λιμενικής εγκατάστασης ανατολικά της θέσης Καστράκι. Η κύρια κατασκευή αποτελείται από ένα μεγάλο τεχνητό πλάτωμα που βρίσκεται σε αβαθή ύδατα. Επάνω σε αυτό το πλάτωμα διακρίνονται, πιθανόν, δωμάτια και κτηριακές δομές σε μορφή οικιών.

Τα εν λόγω κατάλοιπα καταγράφηκαν χρησιμοποιώντας φωτογραμμετρία κατά την ερευνητική περίοδο του 2022 καθότι έχρηζαν διεξοδικότερης έρευνας. Καθώς ο οικισμός της Ασίνης κατοικούνταν σταθερά από τους προϊστορικούς χρόνους, είναι δύσκολο να εξακριβωθεί πότε κατασκευάστηκε αρχικά αυτή η λιμενική εγκατάσταση.

Η ενάλια ανασκαφική έρευνα του 2024 επικεντρώθηκε στον πυθμένα της θάλασσας πλησίον του βορειοδυτικού άκρο του τεχνητού πλατώματος. Το συγκεκριμένο σημείο επιλέχθηκε με γνώμονα το ότι το τεχνητό πλάτωμα σώζεται εκεί σε καλή κατάσταση, ενώ φαίνεται να έχει διατηρήσει και μεγάλο μέρος του αρχικού του σχήματος. Η έκταση που κατέλαβε η ανασκαφική τομή ήταν 16 τ.μ. Η ανεσκαμμένη περιοχή τεκμηριώθηκε με φωτογραμμετρία στα σημεία όπου το επέβαλαν η πολυμορφία και ποικιλομορφία των αρχαιολογικών συνόλων.

Οι εργασίες πεδίου του 2024 έδειξαν ότι στον πυθμένα διατηρούνται σημαντικά κατάλοιπα της λιθόκτιστης λιμενικής εγκατάστασης. Αυτά αποτελούνται από πεσμένο υλικό, όπως λίθοι και κατεργασμένα δομικά υλικά. Πιθανόν τα σημαντικότερα ευρήματα είναι τα όστρακα αμφορέα που βρέθηκαν στη λιθόκτιστη κατασκευή και το θραυσμένο αγγείο στον τομέα 4Α.

Τα συνευρήματα αυτών των αποσπασματικά σωζόμενων αγγείων υποδηλώνουν ότι αποτέθηκαν κατά τη διάρκεια της χρήσης του πλατώματος ή κατά τον χρόνο εγκατάλειψης και πτώσης του. Μπορούν επομένως να χρησιμοποιηθούν ως ενδείξεις στη συζήτηση σχετικά με τη χρονολόγηση της κατασκευής.

Το επόμενο βήμα θα είναι η διενέργεια μίας ή ενδεχομένως δύο τομών στην κορυφή του πλατώματος. Η τομή θα ανασκαφεί χειρωνακτικά και τα ιζήματα θα αφαιρεθούν με βυθοκόρηση. Τυχόν αντικείμενα και οικοδομικά κατάλοιπα θα καταγραφούν in situ χρησιμοποιώντας φωτογραμμετρία. Τα αποτελέσματα της έρευνας θα δημοσιευθούν στο επιστημονικό περιοδικό των Σουηδικών Ινστιτούτων Αθηνών και Ρώμης, Opuscula, και σε άλλα επιστημονικά περιοδικά, προσθέτει η ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού.

Η ανασκαφική έρευνα πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο πενταετούς ερευνητικού προγράμματος που ξεκίνησε το 2022, ως συνέχεια της πιλοτικής έρευνας που διεξήχθη το 2021 και αποτέλεσε συνεργασία μεταξύ της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων, του Σουηδικού Ινστιτούτου Αθηνών και του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης, με συμμετέχοντες από το Πανεπιστήμιο του Γκέτεμποργκ και την εταιρεία Nordic Maritime Group.

Τη διεύθυνση από ελληνικής πλευράς είχε η Δρ Παναγιώτα Γαλιατσάτου, καταδυόμενη αρχαιολόγος της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων, και από σουηδικής πλευράς η καθηγήτρια Ann-Louise Schallin (επιστημονική διευθύντρια, Πανεπιστήμιο Στοκχόλμης) και ο Δρ Niklas Eriksson (διευθυντής πεδίου, Πανεπιστήμιο Στοκχόλμης).

Συμμετείχαν επίσης η Αικατερίνη Ταγωνίδου, καταδυόμενη αρχιτέκτονας-μηχανικός στην Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων, ο Θεμιστοκλής Τρουπάκης, καταδυόμενος ΤΕ Μηχανικών, ο BA Jens Lindström από τη Nordic Maritime Group και ο MA Staffan Von Arbin, από το Πανεπιστήμιο του Γκέτεμποργκ.

Πηγή: ΑΠΕ