Η έλλειψη εργαζομένων σε συγκεκριμένες δραστηριότητες είναι κάτι παραπάνω από εμφανής, ωστόσο αυτό δεν φαίνεται να επηρεάζει σημαντικά τη γενικότερη κατάσταση, καθώς τα στοιχεία δείχνουν έλλειμμα στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Σύμφωνα με τα δεδομένα του Πληροφοριακού Συστήματος «ΕΡΓΑΝΗ», ο πρώτος μήνας του 2025 έφερε ανησυχητικά μηνύματα για την αγορά εργασίας.
Τα αποτελέσματα καταγράφουν έντονη κινητικότητα με αρνητικό πρόσημο στην απασχόληση, γεγονός που προκαλεί έντονο προβληματισμό για τις τάσεις και τις προοπτικές της αγοράς εργασίας στη χώρα. Συγκεκριμένα, τον Ιανουάριο του 2025 καταγράφηκαν 221.383 αποχωρήσεις από την εργασία, ενώ οι αναγγελίες πρόσληψης ανήλθαν σε 205.933. Η διαφορά αυτή οδήγησε σε αρνητικό ισοζύγιο προσλήψεων – αποχωρήσεων κατά 15.450 θέσεις εργασίας, γεγονός που υπογραμμίζει την ανάγκη για προσεκτική παρακολούθηση της κατάστασης και ενδεχομένως για στοχευμένες παρεμβάσεις.
Πιο αναλυτικά, από τις συνολικές αποχωρήσεις, οι 84.064 προήλθαν από οικειοθελείς αποχωρήσεις εργαζομένων, στοιχείο που μπορεί να αντανακλά διάφορες αιτίες, όπως την αναζήτηση καλύτερων ευκαιριών ή προσωπικούς λόγους. Οι υπόλοιπες 137.319 αποχωρήσεις σχετίζονται με καταγγελίες συμβάσεων αορίστου χρόνου ή λήξεις συμβάσεων ορισμένου χρόνου, γεγονός που πιθανώς υποδεικνύει προκλήσεις για τη σταθερότητα των θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα.
Η σύγκριση με τον Ιανουάριο του 2024 αφήνει περιθώρια για συγκρατημένη αισιοδοξία, καθώς το αρνητικό ισοζύγιο των θέσεων εργασίας ήταν μικρότερο κατά 16.547 θέσεις το 2025 (αρνητικό ισοζύγιο -15.450) σε σχέση με το 2024 (-31.997). Παρά τη σχετική αυτή βελτίωση, η διατήρηση αρνητικού ισοζυγίου για τέταρτο συνεχόμενο μήνα αναδεικνύει τη σημασία της θερινής τουριστικής περιόδου για τη στήριξη της αγοράς εργασίας, επιβεβαιώνοντας τη μεγάλη εξάρτηση της αγοράς από τον τουριστικό κλάδο.
Όσον αφορά τις ηλικιακές ομάδες, οι περισσότερες προσλήψεις πραγματοποιήθηκαν στις ηλικίες 30–44 ετών (72.001 άτομα), ακολουθούμενες από τις ηλικίες 45–64 ετών (63.834 άτομα). Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι 4.266 άτομα ηλικίας άνω των 64 ετών επέστρεψαν στην εργασία, στοιχείο που μπορεί να ερμηνευτεί ως προσπάθεια συμπλήρωσης εισοδήματος ή ως έλλειψη νεότερων εργαζομένων σε συγκεκριμένους τομείς. Από την άλλη πλευρά, οι μεγαλύτερες απώλειες θέσεων εργασίας καταγράφηκαν στις παραγωγικές ηλικίες 30–44 ετών με 5.360 χαμένες θέσεις, κάτι που εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη σταθερότητα των θέσεων αυτών και τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων που απασχολούν αυτές τις ηλικιακές ομάδες.
Σε επίπεδο κλάδων, οι μεγαλύτερες απώλειες σημειώθηκαν στον τομέα της εστίασης με 10.141 χαμένες θέσεις εργασίας, υποδεικνύοντας τις δυσκολίες που συνεχίζει να αντιμετωπίζει ο κλάδος μετά από μια παρατεταμένη περίοδο προκλήσεων. Σημαντικές απώλειες καταγράφηκαν επίσης στις δραστηριότητες απασχόλησης (-4.846 θέσεις) και στο λιανικό εμπόριο (-4.278 θέσεις). Τα στοιχεία αυτά υπογραμμίζουν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις για να διατηρήσουν το προσωπικό τους σε μια περίοδο αβεβαιότητας.
Παρά τις απώλειες, υπήρξαν και κλάδοι με θετικές επιδόσεις. Ο κλάδος της εκπαίδευσης παρουσίασε θετικό ισοζύγιο με 3.276 νέες θέσεις εργασίας, κάτι που μπορεί να αντανακλά αυξημένες ανάγκες για εκπαιδευτικό προσωπικό ή την ενίσχυση δομών εκπαίδευσης. Σημαντικές προσλήψεις καταγράφηκαν επίσης στον τομέα των εξειδικευμένων κατασκευαστικών δραστηριοτήτων, με θετικό ισοζύγιο 1.083 θέσεων εργασίας. Επιπλέον, η βιομηχανία τροφίμων κατέγραψε θετικό ισοζύγιο με 697 νέες θέσεις, ενώ ο τομέας της παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών και τηλεοπτικών προγραμμάτων δημιούργησε 690 θέσεις εργασίας, στοιχείο που πιθανόν συνδέεται με αυξημένη ζήτηση για περιεχόμενο και παραγωγές.
Η συνολική εικόνα της αγοράς εργασίας για τον Ιανουάριο του 2025 αποτυπώνει μια κατάσταση που απαιτεί λεπτομερή ανάλυση και στοχευμένες δράσεις για την ενίσχυση της απασχόλησης. Ο έντονος προβληματισμός που προκαλούν τα δεδομένα υπογραμμίζει την ανάγκη για συντονισμένες προσπάθειες από την πλευρά της πολιτείας και των επιχειρήσεων, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις και να ενισχυθεί η σταθερότητα στην αγορά εργασίας.