Η ανάπτυξη ενός τεστ αίματος που θα προβλέπει έγκαιρα τη νόσο Αλτσχάιμερ, αρκετά χρόνια πριν εμφανιστούν τα πρώτα συμπτώματα, αποτελεί βασικό ζητούμενο από την ιατρική κοινότητα.
Όπως ανακοίνωσε διεθνής ομάδα επιστημόνων, μεταξύ των οποίων η ελληνίδα ερευνήτρια η νευρολόγος-ψυχίατρος Μάγδα Τσολάκη, έκαναν ένα πολύ σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, ανακαλύπτοντας σειρά από βιοδείκτες (πρωτεΐνες) στο αίμα, που προβλέπουν με ακρίβεια 87% την έναρξη της άνοιας του εγκεφάλου.
Οι ερευνητές από εννέα χώρες, με επικεφαλής τον καθηγητή Σάιμον Λαβστόουν του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και του King’s College του Λονδίνου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Alzheimer and Dementia», σύμφωνα με το BBC, τα πρακτορεία Reuters και Γαλλικό και το «New Scientist», ανέλυσαν δείγματα αίματος από 1.148 ανθρώπους: 452 υγιείς, 220 με ήπια γνωστική διαταραχή και 476 με Αλτσχάιμερ. Στην ερευνητική ομάδα συμμετείχε η νευρολόγος-ψυχίατρος Μάγδα Τσολάκη, καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Νόσου Alzheimer.
Η συγκριτική ανάλυση του αίματος αποκάλυψε δέκα πρωτεΐνες που αποτελούν δείκτες για το κατά πόσο ένας άνθρωπος με ήπια γνωστική διαταραχή, ο οποίος έχει αρχίσει να έχει προβλήματα μνήμης, θα εμφανίσει κανονικό Αλτσχάιμερ το επόμενο έτος. Εκτιμάται ότι περίπου το 60% αυτών των ανθρώπων, αλλά όχι όλοι, εμφανίζουν τελικά τη νόσο.
Οι επιστήμονες διευκρίνισαν πάντως ότι, προς το παρόν, το τεστ δεν είναι έτοιμο για ιατρική χρήση. Θα χρειαστούν ορισμένα ακόμη χρόνια ερευνών και κλινικών δοκιμών σε μεγαλύτερες ομάδες των 5.000 έως 10.000 ατόμων, έως ότου η διαγνωστική ακρίβεια του τεστ βελτιωθεί (σε πάνω από 90%), προκειμένου να είναι έτοιμο για ευρεία κλινική χρήση. Σε κάθε περίπτωση, ένα μελλοντικό τεστ αίματος θα συνδυάζεται με άλλες πιο ακριβές και πιο επεμβατικές διαγνωστικές μεθόδους, όπως η απεικόνιση του εγκεφάλου και ο έλεγχος του εγκεφαλονωτιαίου υγρού.
Το διαγνωστικό και θεραπευτικό πεδίο της νόσου Αλτσχάιμερ έχει γνωρίσει αλλεπάλληλες αποτυχίες μέχρι σήμερα. Πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι μεταξύ 2002 – 2012 σχεδόν όλες (το 99,6%) οι έρευνες για πάνω από 100 πειραματικά φάρμακα απέτυχαν να εμποδίσουν ή να αναστρέψουν την πρόοδο της νόσου.
Μια βασική αιτία γι αυτή την αποτυχία είναι ότι η νόσος διαγιγνώσκεται με μεγάλη καθυστέρηση, όταν πια οι εγκεφαλικές βλάβες είναι μη αναστρέψιμες, με συνέπεια τα όποια φάρμακα να μην είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικά. Αυτό εξηγεί γιατί οι επιστήμονες θεωρούν ύψιστη προτεραιότητα να βρουν επιτέλους μια απλή μη επεμβατική διαγνωστική εξέταση, όπως ένα τεστ αίματος που θα κάνει έγκαιρη διάγνωση, κάτι όμως που επίσης έχει αποδειχτεί πολύ δύσκολο μέχρι σήμερα.
Τα τελευταία χρόνια, διάφορες ερευνητικές ομάδες κατά καιρούς έχουν ανακοινώσει ότι αναπτύσσουν αιματολογικά τεστ για τη νόσο Αλτσχάιμερ, χωρίς όμως μέχρι στιγμής κάποιο από αυτά να έχει ανταποκριθεί στις αρχικές προσδοκίες. Αυτή τη φορά πάντως, οι επιστήμονες εμφανίζονται πιο αισιόδοξοι από ποτέ ότι το τεστ μπορεί να είναι έτοιμο ίσως και σε δύο χρόνια σε λογικό κόστος (120 έως 370 ευρώ).
Περίπου 44 εκατ. άνθρωποι πάσχουν από άνοια και Αλτσχάιμερ παγκοσμίως σήμερα και ο αριθμός τους αναμένεται να φθάσει τα 135 εκατ. το 2050. Ορισμένοι ειδικοί πάντως θέτουν το ερώτημα κατά πόσο θα ήθελαν όλοι οι υποψήφιοι ασθενείς να μάθουν ότι θα πάθουν μια αρρώστια για την οποία ουσιαστικά δεν υπάρχει τρόπος αντιμετώπισης – πολύ περισσότερο που η διάγνωση μπορεί να είναι ψευδώς θετική, αφού το τεστ αίματος δεν θα έχει αξιοπιστία 100%. Όμως ο αντίλογος είναι ότι οι θεραπευτικές προοπτικές μπορεί στο μέλλον να αυξηθούν δραστικά χάρη στην έγκαιρη διάγνωση.