Πολύς λόγος γίνεται για την επίδραση των προβιοτικών και των πρεβιοτικών στη δυσκοιλιότητα. Τα προβιοτικά στελέχη είναι βακτήρια που μάχονται με επιβλαβείς παθογόνους οργανισμούς στην επιφάνεια των εντεροκυττάρων, συνεισφέροντας στην υγεία του γαστρεντερικού. Έχει βρεθεί ότι ο αριθμός τους είναι μικρότερος στα άτομα με δυσκοιλιότητα.
Τα προβιοτικά, όταν βρίσκονται σε επαρκείς ποσότητες, προσφέρουν προαγωγή της υγείας στον ξενιστή. Τα πιο ευρέως μελετημένα είδη είναι τα Bifidbacterium και Lactobacillus. Πρόσφατη έρευνα που διεξήχθη για να αξιολογήσει την επίδραση των προβιοτικών στην αντιμετώπιση της δυσκοιλιότητας, συμπεριλαμβάνοντας αποτελέσματα τυχαιοποιημένων κλινικών δοκιμών, βρήκε ότι βελτιώνουν σημαντικά την υφή των κοπράνων και τη συχνότητα των κενώσεων.
Τα προβιοτικά μειώνουν το pH στο κόλον, η μείωση του οποίου επιτυγχάνεται με τη βακτηριακή παραγωγή λιπαρών οξέων μικρής αλύσου. Το χαμηλότερο pH, βελτιώνει την περίσταλση στο κόλον και μειώνει επαρκώς τον χρόνο μεταφοράς. Η ασφάλεια των προβιοτικών φαίνεται να είναι καλή και γενικά δεν εμφανίζουν ανεπιθύμητα αποτελέσματα στις μελέτες.
Ωστόσο, η χορήγησή τους σε πληθυσμούς αυξημένου κινδύνου μπορεί να είναι επικίνδυνη και όχι ευεργετική. Οι περισσότερες επιπλοκές έχουν παρατηρηθεί σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς.
Η επιβίωση και η διαθεσιμότητα αυτών των βακτηριακών στελεχών όταν καταναλώνονται μέσω εμποροβιομηχανοποιημένου προϊόντος χρειάζεται ακόμα διερεύνηση, για να μπορέσει να προκύψει μια ασφαλής και έγκυρη σύσταση. Εξαιτίας της έλλειψης και της χαμηλής ποιότητας των δεδομένων από τις έρευνες για τα προβιοτικά, δεν μπορούν ακόμα να εξαχθούν ασφαλή αποτελέσματα και η χρήση τους στην αντιμετώπιση της χρόνιας δυσκοιλιότητας παραμένει περισσότερο πειραματική, έως ότου να διεξαχθούν μεγαλύτερες και καλύτερα οργανωμένες μελέτες.
Πρεβιοτικά
Ως πρεβιοτικά από την άλλη, χαρακτηρίζονται τα άπεπτα συστατικά των τροφών, τα οποία ενισχύουν την ανάπτυξη ή/και τη δραστηριότητα των προβιοτικών και της υπόλοιπης εντερικής μικροχλωρίδας. Τα πρεβιοτικά φαίνεται ότι έχουν ήπια καθαρτική δράση, που οφείλεται στην οσμωτική τους επίδραση και στην ευεργετική δράση των βακτηρίων για τα οποία αποτελούν υπόστρωμα.
Τα πρεβιοτικά που κυρίως έχουν μελετηθεί είναι η ινουλίνη, οι φρουκτο-ολιγοσακχαρίτες και οι γαλακτο-ολιγοσακχαρίτες. Το χαρακτηριστικό τους είναι ότι δεν υδρολύονται στο λεπτό έντερο και φτάνουν σχεδόν ανεπηρέαστα στο παχύ έντερο, όπου μεταβολίζονται από τη μικροβιακή του χλωρίδα και σχηματίζουν μικρής αλύσου λιπαρά οξέα, αέρια και άλλους μεταβολίτες.
Τα πρεβιοτικά θεωρείται ότι προσφέρουν αντίστοιχο όφελος με τα προβιοτικά στο έντερο, αλλά την ίδια στιγμή είναι πιο οικονομικά και είναι πιο εύκολο να ενταχθούν σε μια διατροφή, σε σχέση με τα προβιοτικά. Παρ’ όλα αυτά, η επίδρασή τους στη συνολικότερη λειτουργία του εντέρου είναι σχετικά μικρή και πολύ λίγες μελέτες κλινικών δοκιμών έχουν μελετήσει εκτενέστερα τη γενικότερη επίδρασή τους.
Για τους παραπάνω λόγους, το συνολικό συμπέρασμα είναι ότι τα αποτελέσματα σχετικά με την ευεργετική επίδραση των πρεβιοτικών και των προβιοτικών στη δυσκοιλιότητα είναι περιορισμένα και κρίνονται ανεπαρκή, εξαιτίας των λίγων και μικρών μελετών που έχουν γίνει για αυτά.
Πηγή: mednutrition.gr