Μια πρωτοποριακή ελληνική επιστημονική έρευνα, που προσομοίωσε στο εργαστήριο τη ρύπανση του αέρα στο κέντρο της πόλης, δείχνει ότι αρκούν δύο ώρες βόλτα σε ένα τέτοιο επιβαρυμένο περιβάλλον για να επηρεαστούν αρνητικά η καρδιά και τα αιμοφόρα αγγεία για ολόκληρη τη μέρα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή καρδιολογίας Δημήτρη Τούσουλη της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και διευθυντή της Α’ Καρδιολογικής Κλινικής στο «Ιπποκράτειο» Νοσοκομείο, έκαναν τη δημοσίευση στο περιοδικό «European Journal of Preventive Cardiology» της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Καρδιολογίας.
«Μετά από δύο ώρες εισπνοής ρυπογόνου αέρα, οι συμμετέχοντες στην έρευνα εμφάνισαν τα πρώτα βήματα της καρδιαγγειακής νόσου και οι επιπτώσεις διήρκεσαν για 24 ώρες. Για να αποφύγουμε μόνιμη βλάβη, έπρεπε να διατηρήσουμε τα επίπεδα ρύπανσης στη μελέτη μας κάτω από τα όρια ασφαλείας, πράγμα που σημαίνει ότι ακόμη και ασφαλή επίπεδα μπορεί να είναι επιβλαβή για την υγεία, όταν επαναλαμβάνονται συχνά, όπως συμβαίνει στους κατοίκους μιας πόλης», σύμφωνα με τον κ. Τούσουλη.
Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει την αρνητική επίπτωση των ρύπων του αέρα (από τους οποίους περίπου το 50% προέρχονται από τις εξατμίσεις των πετρελαιοκίνητων οχημάτων) πάνω στην καρδιαγγειακή υγεία. Η νέα μελέτη, που έγινε σε 40 υγιείς εθελοντές κατοίκους των Αθηνών με μέση ηλικία 41 ετών, δείχνει ότι η εισπνοή αυτών των ρύπων του ντίζελ, ακόμη και για σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, έχει παρατεταμένες και πολλαπλές συνέπειες στο καρδιαγγειακό σύστημα, όπως σημειώνει το ΑΜΠΕ.
Οι συμμετέχοντες στη μελέτη χωρίστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες και κλήθηκαν να εισπνεύσουν επί δίωρο είτε καυσαέρια που παράγονταν από ένα πετρελαιοκινητήρα (2.500 κυβικών και 100-150 ίππων) είτε φιλτραρισμένο αέρα, ευρισκόμενοι μέσα σε ένα ειδικά σχεδιασμένο και ερμητικά σφραγισμένο εργαστηριακό χώρο 30 τετραγωνικών μέτρων. Μετά από τέσσερις εβδομάδες οι δύο ομάδες άλλαξαν ρόλους αμοιβαία, ώστε όλοι οι συμμετέχοντες να έχουν εισπνεύσει τελικά τόσο ρύπους όσο και καθαρό αέρα. Τα επίπεδα μονοξειδίου του άνθρακα και άλλων ρύπων ήταν ανάλογα με αυτά του πολυσύχναστου κέντρου μιας πόλης.
Οι ερευνητές μέτρησαν και αξιολόγησαν τη λειτουργία των αιμοφόρων αγγείων, τους παλμούς της καρδιάς, την πήξη του αίματος και τη φλεγμονή, που αποτελούν δείκτες για την υγεία της καρδιάς και των αγγείων, επιβεβαιώνοντας έτσι ότι ο μολυσμένος αέρας είχε επιβλαβή επίπτωση σε όλες αυτές τις μετρήσεις σε σχέση με τον καθαρό αέρα και μάλιστα σε βάθος τουλάχιστον 24ώρου.
«Αξιολογήσαμε τα βήματα-κλειδιά στη διαδικασία μπλοκαρίσματος των αιμοφόρων αγγείων και τελικά της πρόκλησης εμφράγματος ή εγκεφαλικού. Βρήκαμε ότι η σύντομης διάρκειας έκθεση στα καυσαέρια των πετρελαιοκινητήρων έχει ταυτόχρονη επίπτωση σε όλα αυτά τα στάδια, με μακρόχρονες συνέπειες», ανέφερε ο κ. Τούσουλης.
«Η μελέτη μας ρίχνει φως στους μηχανισμούς μέσω των οποίων τα καυσαέρια αυξάνουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Οι επιβλαβείς επιπτώσεις που αποκαλύπτει αυτή η έρευνα, είναι πιθανό ότι πολλαπλασιάζονται με την επαναλαμβανόμενη έκθεση -και για μερικούς ανθρώπους εφ’ όρου ζωής- σε υψηλά επίπεδα καυσαερίων από τις εξατμίσεις των πετρελαιοκίνητων οχημάτων στις πόλεις, στις περιπτώσεις έντονης κυκλοφορίας, μέσα σε τούνελ δρόμων, σε κλειστά γκαράζ και σε μεγάλες λεωφόρους. Χρειάζονται πιο αποτελεσματικά μέτρα για να βελτιωθεί η ποιότητα του αέρα στις πόλεις και να αποφευχθούν περιττά εμφράγματα και εγκεφαλικά», πρόσθεσε.