Η πρώιμη παιδική ηλικία είναι η περίοδος που οι γλωσσικές δεξιότητες αναπτύσσονται γρήγορα, γεγονός που εξηγεί γιατί τα μικρά παιδιά μαθαίνουν ευκολότερα ξένες γλώσσες.
Οι επιστήμονες από το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ αποδίδουν αυτή την ικανότητα στην πλαστικότητα που διαθέτει ο εγκέφαλος στις ηλικίες από 2 έως 4 ετών. Για τις ανάγκες της έρευνας, οι επιστήμονες μελέτησαν 108 παιδιά ηλικίας 1 έως 6 ετών με φυσιολογική ανάπτυξη εγκεφάλου. Χρησιμοποιώντας ειδικούς σαρωτές διαπίστωσαν ότι η μυελίνη, μεμβράνη από λιπώδη ιστό που περιτυλίγει τον άξονα κάθε νεύρου και η οποία αποτελεί βασικό στοιχείο της δομής του νευρικού συστήματος, αρχίζει να σταθεροποιείται από την ηλικία των 4 ετών, γεγονός που υποδηλώνει ότι ο εγκέφαλος διαθέτει μεγαλύτερη πλαστικότητα στα πρώτα χρόνια της ζωής μας.
Άλλωστε, η βρεφική ηλικία είναι περίοδος κατά την οποία τα ερεθίσματα από το περιβάλλον επηρεάζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη του εγκεφάλου και κατ’ επέκταση και τις περιοχές που σχετίζονται με τις γνωστικές λειτουργίες. Τα μωρά τους πρώτους 12 μήνες της ζωής τους αναγνωρίζουν το πολύ 50 λέξεις, όμως μέχρι την ηλικία των 6 ετών το λεξιλόγιό τους έχει γίνει πλουσιότερο κατά 5.000 λέξεις. Οι γλωσσικές δεξιότητες εντοπίζονται στις πρόσθιες περιοχές της αριστερής πλευράς του εγκεφάλου.
Οι επιστήμονες τονίζουν ότι η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας μπορεί να ξεκινά πριν την ηλικία των 4 ετών και επισημαίνουν ότι είναι σημαντικό να αντιμετωπίζονται από νωρίς τυχόν διαταραχές που μπορεί να προκαλέσουν δυσκολία στην εκμάθησή της.
Ο δρ Jonathan O’Muircheartaigh από το Κολέγιο King’s του Λονδίνου, ο οποίος ήταν επικεφαλής της έρευνας, δήλωσε: «Εφόσον η έρευνα έδειξε ότι τα τμήματα του εγκεφάλου που σχετίζονται με την εκμάθηση της γλώσσας είναι πιο ευέλικτα πριν από την ηλικία των 4 ετών, η πρώιμη παρέμβαση στα παιδιά που δυσκολεύονται να μάθουν μια γλώσσα θα πρέπει να ξεκινήσει πριν από αυτή την κρίσιμη ηλικία. Αυτό θα βοηθήσει να αντιμετωπιστούν πολλές αναπτυξιακές διαταραχές, όπως ο αυτισμός».
Τα ευρήματα της έρευνας δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «The Journal of Neuroscience».
Πηγή: vita.gr