Τις τελευταίες δεκαετίες έχει δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στην έννοια του υγιούς σωματικού βάρους και στη διατήρηση αυτού. Είναι πλέον αποδεδειγμένο ότι η παχυσαρκία είναι παράγοντας κινδύνου για τις περισσότερες νόσους και διαταραχές.
Μάλιστα, συνηθίζεται να χρησιμοποιείται από όλους τους επαγγελματίες υγείας ο υπολογισμός του Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) στην προσπάθεια αξιολόγησης του σωματικού βάρους των ασθενών. Αυξημένος ΔΜΣ έχει συσχετιστεί με τον κίνδυνο εμφάνισης διαφόρων νοσημάτων, όπως την ινσουλινοαντίσταση, το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, τα καρδιαγγειακά νοσήματα και το μεταβολικό σύνδρομο.
Πόσο σίγουροι μπορούμε να είμαστε όμως ότι ένας άνθρωπος με φυσιολογικό ΔΜΣ είναι υγιής, ενώ αντίστοιχα ένα υπέρβαρο κατά το ΔΜΣ άτομο δεν είναι;
Παρά την ευρεία χρήση του ΔΜΣ, υπάρχουν ομάδες ατόμων για τις οποίες δεν συνιστάται η χρήση του, καθώς γίνεται λάθος κατηγοριοποίηση του σωματικού βάρους των ατόμων, αλλά και λάθος εκτίμηση του κινδύνου νοσηρότητας. Μια τέτοια ομάδα είναι οι αθλητές, η πλειοψηφία των οποίων εμφανίζει αυξημένο βάρος σε συνδυασμό με αυξημένο ποσοστό μυϊκής μάζας σώματος.
Οι αθλητές, λοιπόν, χαρακτηρίζονται λανθασμένα ως υπέρβαροι ή παχύσαρκοι λόγω του αυξημένου λόγου Βάρος/Ύψος2, καθώς ο ΔΜΣ δεν λαμβάνει υπόψη του τη σύσταση του σώματος, το ποσοστό δηλαδή λιπώδους και άλιπης μάζας.
Όπως προαναφέρθηκε, το υπερβάλλον βάρος και η παχυσαρκία αποτελούν παράγοντες κινδύνου για διάφορες νόσους αλλά και για τη θνησιμότητα. Τα τελευταία χρόνια διερευνάται ιδιαιτέρως αυτή η επίδραση της παχυσαρκίας, καθώς από αποτελέσματα ερευνών φαίνεται ότι τα παραπανίσια κιλά προστατεύουν σε κάποιες περιπτώσεις το άτομο.
Για παράδειγμα, μία μεγάλη μελέτη με πληθυσμό από όλο τον κόσμο έδειξε ότι σε άτομα με φυσιολογικό σωματικό βάρος την περίοδο της εμφάνισης του Σακχαρώδους Διαβήτη Τύπου ΙΙ, ο κίνδυνος θνησιμότητας ήταν μεγαλύτερος σε σύγκριση με υπέρβαρα/παχύσαρκα άτομα. Η σχέση, λοιπόν, παχυσαρκίας – νοσηρότητας δεν είναι απόλυτη, αλλά ούτε και άμεση. Φαίνεται πως οι κύριοι παράγοντες που οδηγούν σε εμφάνιση ασθενειών είναι μάλλον η έλλειψη φυσικής δραστηριότητας και η κεντρικού τύπου παχυσαρκία, παρά το υπερβάλλον βάρος αυτό καθ’ αυτό.
Σύμφωνα με μελέτες, σε άτομα με έντονη φυσική δραστηριότητα και καλή καρδιοαναπνευστική λειτουργία η αρνητική επίδραση της παχυσαρκίας εξασθενεί και ο κίνδυνος εμφάνισης ασθενειών είναι μειωμένος σε σχέση με άτομα φυσιολογικού βάρους και χαμηλής φυσικής δραστηριότητας. Μάλιστα, άτομα με αυξημένο ΔΜΣ και έντονη φυσική δραστηριότητα εμφανίζουν σημαντικά μειωμένο ποσοστό σπλαχνικού λίπους σε σχέση με αδρανή άτομα με ίδιο ΔΜΣ.
Έτσι λοιπόν, άτομα με αυξημένο ΔΜΣ είναι δυνατό να διατηρούν ένα υγιές μεταβολικό προφίλ χάρη στη σωματική άσκηση και χωρίς απώλεια βάρους, να είναι δηλαδή «Fit & Fat». Ο όρος «Fit & Fat» χρησιμοποιείται τα τελευταία χρόνια και έρχεται σε αντίθεση με το «Fit or Fat», που αποτελεί ένα στερεότυπο σύμφωνα με το οποίο είναι αδύνατον κάποιος υπέρβαρος/παχύσαρκος άνθρωπος να είναι υγιής. Αντίστοιχα, συνηθίζεται να πιστεύεται ότι ένας ΔΜΣ μικρότερος του 25 αντικατοπτρίζει την υγεία. Γνωρίζουμε όμως πια ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά και ότι η υγεία εξαρτάται από το γενικότερο τρόπο ζωής.
Συνοψίζοντας, η μέτρηση του σωματικού βάρους και η αυτοπαρακολούθηση είναι ένα απαραίτητο εργαλείο στην προσπάθεια του ατόμου να ελέγχει το βάρος του και να το διατηρεί στα επίπεδα που επιθυμεί. Καλό είναι, όμως, να μην αποτελεί πανάκεια και να υπάρχει περαιτέρω αξιολόγηση της υγείας ενός ατόμου. Όπως υποδεικνύεται από τη βιβλιογραφία, η σωματική δραστηριότητα, ο υγιεινός τρόπος ζωής και η σύσταση του σώματος είναι καλύτεροι προγνωστικοί παράγοντες για την υγεία απ’ ό,τι το σωματικό βάρος.
Είναι σημαντική, λοιπόν, η έμφαση όχι τόσο στην απώλεια βάρους όσο σε αλλαγές του τρόπου ζωής και για τα υπέρβαρα/παχύσαρκα άτομα αλλά και για τα νορμοβαρή. Η καλή φυσική κατάσταση και το χαμηλό ποσοστό σωματικού λίπους είναι αυτά που τελικά καθορίζουν ένα υγιές σωματικό βάρος και μπορούν να οδηγήσουν στη μακροζωία.
Πηγή: mednutrition.gr