Τα μωρά που κλαίνε ασταμάτητα λόγω κολικών κατά τους πρώτους μήνες της ζωής τους, είναι πιθανότερο να εμφανίσουν αργότερα πρώιμες ημικρανίες στην παιδική και την εφηβική ηλικία, σύμφωνα με μια νέα γαλλική επιστημονική έρευνα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρ. Λουίτζι Τιτομάνλιο και τη Σίλβια Ρομανέλο του τμήματος επειγόντων παιδιατρικών περιστατικών του Νοσοκομείου Ρομπέρ Ντεμπρέ του Παρισιού μελέτησαν τις περιπτώσεις εκατοντάδων παιδιών ηλικίας 6-18 ετών που υπέφεραν από ημικρανίες.
Όπως διαπιστώθηκε, τα παιδιά ήταν περίπου έξι φορές πιθανότερο να έχουν αυτούς τους πόνους, αν ως μωρά είχαν συχνούς και έντονους κολικούς, κλαίγοντας ασταμάτητα χωρίς φανερή αιτία.
Περίπου το 73% των παιδιών και των νέων με ημικρανίες είχαν υποφέρει από κολικούς ως μωρά, ενώ μόνο το 26,5% των παιδιών χωρίς ημικρανίες είχαν κολικούς μετά τη γέννησή τους. Η συσχέτιση αφορούσε ειδικά τις ημικρανίες και όχι τους λιγότερο έντονους πονοκεφάλους, αναφέρει δημοσίευμα του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων.
Μια περσινή μελέτη, που παρουσιάστηκε στο συνέδριο της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας, βρήκε ότι οι γυναίκες που πάσχουν από ημικρανίες, έχουν διπλάσια πιθανότητα να γεννήσουν μωρά που υποφέρουν από κολικούς. Η νέα έρευνα, όπως είπε ο Λουίτζι Τιτομάνλιο, ενισχύει την άποψη ότι οι κολικοί και οι ημικρανίες ως συμπτώματα έχουν κάποια κοινή βάση.
Πάντως, οι ερευνητές διευκρίνισαν ότι πρόκειται για μια συσχέτιση και δεν μπορούν να αποδείξουν πως κατ’ ανάγκη οι κολικοί των μωρών κάποια στιγμή, με το πέρασμα του χρόνου, θα γίνουν ημικρανίες. Νέες μελέτες απαιτούνται για να ρίξουν περισσότερο φως στο ζήτημα.
Περίπου το 16% έως 20% των μωρών υποφέρουν από κολικούς. Ένα μωρό θεωρείται ότι έχει κολικό, αν κλαίει τουλάχιστον επί τρεις ώρες τη μέρα, για τρεις μέρες μέσα στην εβδομάδα και εφόσον το κλάμα του δεν μπορεί να αποδοθεί σε κάποια ιατρική πάθηση.
Η αιτία των κολικών είναι ακόμα άγνωστη, αν και ορισμένοι επιστήμονες τούς αποδίδουν σε κοιλιακούς πόνους λόγω της συσσώρευσης αερίων. Μια πρόσφατη μελέτη βρήκε ότι μερικά μωρά με κολικούς έχουν μη φυσιολογικά βακτήρια στο έντερό τους.
Από ημικρανίες πάσχουν το 1,2% έως 3,2% των παιδιών ηλικίας τριών έως επτά ετών, το 4% έως 11% των παιδιών επτά έως 11 ετών και το 8% έως 23% στις ηλικίες 11 έως 15 ετών.
Μια άλλη διαταραχή, το σύνδρομο κυκλικού εμετού, στο οποίο τα παιδιά παθαίνουν συχνούς και σοβαρούς εμετούς και ναυτία, επίσης συμβαίνει πιο συχνά σε εκείνα τα παιδιά που αργότερα εμφανίζουν ημικρανίες. Οι ειδικοί θεωρούν ότι πιθανώς οι κολικοί, το σύνδρομο κυκλικού εμετού και οι ημικρανίες αποτελούν διαδοχικά στάδια της ίδιας παθολογικής κατάστασης.