Η επιβίωση από τις πιο κοινές ασθένειες της καρδιάς και του κυκλοφορικού μπορεί να επηρεαστεί από το φύλο και την οικογενειακή κατάσταση του ασθενούς.
Οι άνδρες που ζουν χωρίς τη σύζυγο τους είτε λόγω χωρισμού είτε λόγω θανάτου έχουν αυξημένες πιθανότητες να αντιμετωπίσουν θανατηφόρα καρδιακά προβλήματα, σύμφωνα με μία νέα βρετανική έρευνα.
Τα αποτελέσματα της μελέτης, που παρουσιάστηκαν στο συνέδριο της Βρετανικής Καρδιαγγειακής Εταιρείας στο Μάντσεστερ, δείχνουν ότι υπάρχουν έντονες διαφορές στα ποσοστά θνησιμότητας μεταξύ των ανδρών και των γυναικών που έχουν χωρίσει ή έχουν χάσει τον/την σύντροφό τους, όταν πάσχουν από καρδιακή ανεπάρκεια ή κολπική μαρμαρυγή (η συχνότερη καρδιακή αρρυθμία) ή παθαίνουν έμφραγμα (καρδιακή προσβολή).
Στην έρευνα αναλύθηκαν στοιχεία για 1.816.230 άτομα που νοσηλεύτηκαν σε νοσοκομεία της Βόρειας Αγγλίας με καρδιακή προσβολή, καρδιακή ανεπάρκεια ή κολπική μαρμαρυγή μεταξύ 2000 και 2014. Οι ερευνητές εξέτασαν σε βάθος χρόνου πώς η οικογενειακή κατάσταση ή το φύλο μπορούν να επηρεάσουν τον μακροπρόθεσμο κίνδυνο θανάτου από αυτές τις απειλητικές για τη ζωή συνθήκες.
Τα δεδομένα που προέκυψαν δείχνουν πως οι χήροι που παθαίνουν καρδιακή προσβολή έχουν 11% περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν από τις χήρες. Παρόμοια ευρήματα βρέθηκαν μεταξύ των χήρων ανδρών με καρδιακή ανεπάρκεια (10% μεγαλύτερος κίνδυνος θανάτου) και κολπική μαρμαρυγή (13% μεγαλύτερος κίνδυνος θανάτου), σε σύγκριση με τις γυναίκες που έπασχαν από τις ίδιες νόσους. Οι διαζευγμένοι άντρες με κολπική μαρμαρυγή ήταν 14% πιο πιθανό να πεθάνουν από τις διαζευγμένες γυναίκες.
Σε ό,τι αφορά τους παντρεμένους οι άντρες με κολπική μαρμαρυγή είχαν 6% υψηλότερες πιθανότητες θανάτου απ’ ότι οι γυναίκες. Το αντίθετο όμως φάνηκε να ισχύει για τους εργένηδες άντρες, οι οποίοι είχαν 13% λιγότερες πιθανότητες θανάτου από νοσήματα της καρδιάς, συγκριτικά με τις γυναίκες που δεν είχαν σύντροφο, ένα εύρημα που αναδεικνύει ιδιαίτερα για τις γυναίκες τον ρόλο που παίζει ο γάμος στην υγεία της καρδιάς.
Ο δρ Ραούλ Ποτλούρι, επικεφαλής της έρευνας και λέκτορας Κλινικής Καρδιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Άστον του Μπέρμιγχαμ, δήλωσε ότι «μέσω της διερεύνησης του ποιοι επιβιώνουν περισσότερο, έχουμε τη δυνατότητα να δούμε το πρόβλημα πιο ολιστικά και να κατανοήσουμε ότι δεν αρκεί η καλύτερη ιατρική φροντίδα, όταν δεν υπάρχει ένα υποστηρικτικό κοινωνικό δίκτυο».