Ένα απλό, μη επεμβατικό και αξιόπιστο τεστ, το οποίο μέσω της ανάσας θα μετρά το βαθμό στρες που έχει ο άνθρωπος, επεξεργάζονται βρετανοί επιστήμονες.
Προς το παρόν οι δοκιμές τους έχουν συμπεριλάβει μόνο 22 ανθρώπους και στο μέλλον, το δείγμα θα πρέπει να διευρυνθεί, όπως αναφέρουν, ώστε να συμπεριληφθούν όλες οι ηλικίες και πολλοί διαφορετικοί τύποι ανθρώπων, προκειμένου να εξαχθούν οριστικά συμπεράσματα για την ακρίβεια του τεστ.
Οι ερευνητές του Imperial College του Λονδίνου και του πανεπιστημίου Λαφμπόροου, με επικεφαλής τον καθηγητή Πολ Τόμας, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό για θέματα ερευνών πάνω στην αναπνοή «Journal of Breath Research», έχουν εντοπίσει έξι βιο-δείκτες στην αναπνοή, που αποτελούν υποψήφιους δείκτες ανίχνευσης του στρες.
Τα δείγματα της αναπνοής εξετάζονται αρχικά με τη χημική τεχνική της αέριας χρωματογραφίας-φασματοσκοπίας μαζών και μετά αναλύονται στατιστικά. Δύο πτητικές χημικές ουσίες που περιέχονται στην αναπνοή, φαίνεται πως αυξάνονται σε περίπτωση αυξημένου στρες ενός ανθρώπου, ενώ αντίστροφα τέσσερις άλλες ουσίες μειώνονται.
Η ανάλυση της αναπνοής ως διαγνωστικού εργαλείου κερδίζει συνεχώς έδαφος στην ιατρική τα τελευταία χρόνια. Σταδιακά, οι ερευνητές έχουν βρει βιο-δείκτες για διάφορες παθήσεις, όπως η φυματίωση, διάφορες μορφές καρκίνου, το άσθμα κ.α. Από την άλλη, υπάρχουν διάφοροι εξωτερικοί παράγοντες, που επηρεάζουν την αξιοπιστία των τεστ της αναπνοής, όπως η διατροφή, η σωματική άσκηση, το περιβάλλον κ.α.
Όσον αφορά το στρες, οι ερευνητές ξεκινούν με την υπόθεση ότι οι αγχωμένοι άνθρωποι αναπνέουν πιο γρήγορα και λιγότερο βαθιά, ενώ έχουν αυξημένο σφυγμό και ανεβασμένη αρτηριακή πίεση, καταστάσεις που μπορεί να μεταβάλλουν το «προφίλ» της αναπνοής σε περίπτωση στρες.