Η ραγδαία αύξηση του ποσοστού της παιδικής παχυσαρκίας είναι αναμφισβήτητο γεγονός και η χώρα μας δυστυχώς βρίσκεται στις πρώτες θέσεις. Υπολογίζεται ότι το 20% των παιδιών 7-11 ετών αντιμετωπίζει προβλήματα βάρους. Το γεγονός αυτό έχει τόσο βραχυπρόθεσμες, όσο και μακροπρόθεσμες συνέπειες, όπως τα διάφορα προβλήματα υγείας (π.χ. σακχαρώδης διαβήτης, καρδιαγγειακή νόσος, μυοσκελετικές παθήσεις κ.ά.) που ακολουθούν το παιδί αργότερα στην ενήλικη ζωή.
Σημαντική αιτία του προβλήματος του υπερβάλλοντος σωματικού βάρους είναι οι ανθυγιεινές διατροφικές συνήθειες που αποκτούν τα παιδιά από πολύ μικρή ηλικία. Τρόφιμα υψηλής περιεκτικότητας σε λίπος (π.χ. fast-foods) και γλυκά σνακ (πχ. σοκολάτες) είναι πρώτα στις προτιμήσεις τους, ενώ τα λαχανικά και τα φρούτα βρίσκονται τελευταία στη λίστα των διατροφικών επιλογών των παιδιών. Κατά συνέπεια, η ανάπτυξη υγιεινών διατροφικών συνηθειών θα πρέπει να αποτελέσει στόχο πρωτευούσης σημασίας για τη μείωση του ποσοστού παιδικής παχυσαρκίας.
Πώς και πότε καθορίζονται όμως οι διατροφικές συνήθειες, οι προτιμήσεις και οι αποστροφές προς συγκεκριμένα τρόφιμα και πώς μπορούμε να συμβάλουμε στη διαμόρφωσή τους; Η τρέχουσα επιστημονική βιβλιογραφία καταδεικνύει πως οι διατροφικές προτιμήσεις προκύπτουν από ένα συνδυασμό γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων και αρχίζουν να διαμορφώνονται από τη νεογνική περίοδο.
Σε ό,τι αφορά στους γενετικούς παράγοντες, υπάρχει μια έμφυτη προδιάθεση στη γλυκιά γεύση και μια αποστροφή προς τις πικρές και ξινές γεύσεις. Επιπρόσθετα, φαίνεται πως η επιθυμία για δοκιμή νέων γεύσεων και οι προτιμήσεις προς διαφορετικά τρόφιμα έχουν και αυτές έως ένα βαθμό γενετική βάση (π.χ. προτίμηση προς το κρέας και το ψάρι).
Πέρα όμως από τους μη τροποποιήσιμους γενετικούς παράγοντες, μεγάλη επίδραση στη διαμόρφωση των διατροφικών επιλογών των παιδιών έχουν και περιβαλλοντικοί παράγοντες, οι οποίοι μπορούν να τροποποιηθούν. Η χρονική περίοδος της έκθεσης σε μια νέα γεύση, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην αποδοχή ή την απόρριψή της.
Πλήθος μελετών δείχνει ότι η έκθεση σε μία γεύση ήδη από την εμβρυϊκή ζωή μέσω του αμνιακού υγρού ή και κατά τη νεογνική περίοδο μέσω του μητρικού γάλακτος, αυξάνουν την αποδοχή της νέας γεύσης σε μεγαλύτερη ηλικία, γι’ αυτό και η σωστή διατροφή της εγκύου αλλά και της θηλάζουσας μητέρας παίζει πολύ σημαντικό ρόλο.
Η προτίμηση στην αλμυρή γεύση αναπτύσσεται από τον 4ο μήνα και η αυξημένη έκθεση του παιδιού σε αλμυρές τροφές από αυτήν την ηλικία και ύστερα μπορεί να οδηγήσει στην υπερκαταλάνωση νατρίου, οδηγώντας σε προβλήματα υγείας στη μετέπειτα ζωή του (π.χ. υπέρταση).
Επιπρόσθετα, η όσο το δυνατό νωρίτερη ένταξη στερεών τροφών, φρούτων και λαχανικών στο διαιτολόγιο κατά την περίοδο του απογαλακτισμού συσχετίζεται με μεγαλύτερη ποικιλία διατροφικών επιλογών στην παιδική ηλικία. Ακόμη, πειραματικές έρευνες υποδεικνύουν ότι η τακτική και επαναλαμβανόμενη έκθεση των παιδιών σε ένα νέο τρόφιμο σε μικρές ποσότητες αυξάνει την πιθανότητα αποδοχής και κατανάλωσής του και μειώνει τη νεοφοβία (φόβος για νέες γεύσεις) που χαρακτηρίζει τα παιδιά.
Επίσης, φαίνεται ότι η έκθεση σε ένα καινούριο και όχι ακόμα αποδεκτό τρόφιμο (π.χ. ψάρι) μαζί με ένα οικείο τρόφιμο (π.χ. πατάτα) αυξάνει την κατανάλωση του πρώτου. Σε καμία περίπτωση όμως δεν θα πρέπει τρόφιμα που αρέσουν στα παιδιά (π.χ. γλυκά) να παρουσιάζονται ως ανταμοιβή για την κατανάλωση ενός νέου τροφίμου (π.χ. όσπρια, λαχανικά), καθώς η πρακτική αυτή μπορεί να επιφέρει τα αντίθετα αποτελέσματα.
Μεγάλη σημασία φαίνεται να έχουν τα πρότυπα και η μίμηση στη διαμόρφωση των διατροφικών συνηθειών των παιδιών. Η συχνή κατανάλωση φρούτων και λαχανικών από τους γονείς φαίνεται να ευνοεί την αποδοχή και την προτίμησή τους από τα παιδιά, αφού οι γονείς αποτελούν πρότυπο μίμησης. Καθώς λοιπόν η οικογένεια είναι το πρώτο κοινωνικό περιβάλλον με το οποίο έρχεται σε επαφή ένα παιδί, είναι πολύ σημαντική η προώθηση ενός προτύπου υγιεινής διατροφής μέσα από αυτήν.
Από τα παραπάνω λοιπόν συμπεραίνουμε ότι οι διατροφικές συνήθειες διαμορφώνονται από πολύ μικρή ηλικία και τα παιδιά μπορούν να εκπαιδευτούν προς ένα υγιεινό διατροφικό πρότυπο από πολύ νωρίς. Καθώς η γενετική προδιάθεση προς τα γλυκά και λιπαρά τρόφιμα προωθεί την υπερκατανάλωσή τους, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο παχυσαρκίας, η επίδραση του περιβάλλοντος είναι καθοριστικής σημασίας. Είναι πολύ σημαντικό και οι ίδιοι οι γονείς να εκπαιδευτούν στη διαμόρφωση των διατροφικών συνηθειών των παιδιών τους ήδη από την νεογνική περίοδο.
Ακολουθούν μερικές χρήσιμες συμβουλές προς τους γονείς…
– Μην χρησιμοποιείτε τα γεύματα σαν ευκαιρία να τιμωρήσετε ή να επιβραβεύσετε το παιδί σας.
– Αφήστε το παιδί να αναγνωρίσει το αίσθημα κορεσμού και μην το πιέζετε να καταναλώσει όλο το περιεχόμενο του πιάτου. Σερβίρετε μικρές μερίδες.
– Η επαναλαμβανόμενη αλλά χωρίς πίεση έκθεση σε νέα τρόφιμα μπορεί να κάμψει τη δυσαρέσκεια του παιδιού προς αυτά.
– Η καθολική απαγόρευση συγκεκριμένων τροφίμων (π.χ. σοκολάτα) αυξάνει αντί να μειώνει την επιθυμία για αυτά.
– Τόσο εσείς όσο τα αδέρφια και οι φίλοι του παιδιού σας μπορείτε να λειτουργήσετε ως θετικά πρότυπα στη διαμόρφωση υγιεινών διατροφικών συνηθειών.
– Η συνεργασία με το διαιτολόγο σας μπορεί να φανεί πολύ χρήσιμη στην εκπαίδευση του παιδιού.
– Η διαμόρφωση υγιεινών διατροφικών συνηθειών ήδη από την παιδική ηλικία θα συμβάλει σημαντικά στην πρόληψη και την εξάλειψη της παιδικής, αλλά και της ενήλικης παχυσαρκίας.
Πηγή: mednutrition.gr