Όσο πιο σοβαρό πρόβλημα στύσης αντιμετωπίζει ένας άνδρας, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος να πάσχει από κάποιο «σιωπηλό» καρδιολογικό πρόβλημα, που ακόμα δεν έχει διαγνωστεί, σύμφωνα με μια νέα αυστραλιανή επιστημονική έρευνα.
Οι ερευνητές του Αυστραλιανού Εθνικού Πανεπιστημίου, του Ινστιτούτου Σαξ και του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ, με επικεφαλής την καθηγήτρια Έμιλι Μπανκς, ανέλυσαν νοσοκομειακά αρχεία και στοιχεία θανάτων, που αφορούσαν συνολικά 95.000 άνδρες ηλικίας άνω των 45 ετών.
Η μελέτη έδειξε ότι μεταξύ των ανδρών χωρίς ιστορικό καρδιοπάθειας, όσοι είχαν μέτρια στυτική δυσλειτουργία, είχαν 23% αυξημένη πιθανότητα να εισαχθούν κάποια στιγμή σε νοσοκομείο για καρδιαγγειακό πρόβλημα, όπως έμφραγμα, σε σχέση με τους άνδρες που δεν είχαν τέτοιο πρόβλημα, αναφέρει δημοσίευμα του ΑΜΠΕ-ΜΠΕ.
Ο κίνδυνος για τους άνδρες χωρίς καρδιολογικό ιστορικό, αλλά με σοβαρή στυτική δυσλειτουργία, ήταν αντίστοιχα αυξημένος κατά 35%. Τέλος, οι άνδρες που είχαν ταυτόχρονα διαγνωσμένο καρδιολογικό και σοβαρό στυτικό πρόβλημα, ήταν 64% πιο πιθανό να κάνουν εισαγωγή στο νοσοκομείο για άλλο πρόβλημα με την καρδιά τους. Ακόμα, οι άνδρες με σοβαρή στυτική δυσλειτουργία αντιμετώπιζαν περίπου διπλάσιο κίνδυνο πρόωρου θανάτου σε σχέση με τους άνδρες χωρίς πρόβλημα στύσης.
Ο αυξημένος καρδιολογικός κίνδυνος που σχετίζεται με τη στύση, είναι ανεξάρτητος από άλλους παράγοντες κινδύνου, όπως η ηλικία, το κάπνισμα, το αλκοόλ και η παχυσαρκία.
Η νέα μελέτη ενισχύει την πεποίθηση ότι η στυτική δυσλειτουργία παίζει προειδοποιητικό ρόλο για αφανή καρδιαγγειακά προβλήματα. Πιθανώς, σύμφωνα με τους αυστραλούς ερευνητές, αυτό οφείλεται στο ότι η συσσώρευση πλάκας στις αρτηρίες, που περιορίζει τη ροή του αίματος (αρτηριοσκλήρωση), εκδηλώνεται πρώτα στα μικρότερα αιμοφόρα αγγεία, όπως αυτά που διαθέτει το ανδρικό γεννητικό όργανο.
Με αυτό το σκεπτικό, οι ουρολόγοι ή άλλοι γιατροί που βλέπουν ασθενείς με μέτρια έως σοβαρά στυτικά προβλήματα, θα έπρεπε να τους συμβουλεύουν να επισκεφθούν και τον καρδιολόγο. Τα προβλήματα στύσης είναι αρκετά συνηθισμένα και εμφανίζονται περίπου στο 20% των ανδρών μετά την ηλικία των 40 ετών.