Βρετανική έρευνα έδειξε ότι οι μισοί ασθενείς που παίρνουν στατίνες, την ευρύτερα συνταγογραφούμενη διεθνώς κατηγορία φαρμάκων για τη μείωση της χοληστερίνης, αποτυγχάνουν να φθάσουν σε επαρκώς μειωμένα και καλά επίπεδα χοληστερίνης μετά από θεραπεία δύο ετών.
Η νέα μελέτη, που επιβεβαιώνει ανάλογα ευρήματα προηγούμενων ερευνών, σύμφωνα με τους επιστήμονες, δείχνει την ανάγκη για μια πιο εξατομικευμένη θεραπεία, προσαρμοσμένη στις ανάγκες και στο προφίλ κάθε ασθενούς, προκειμένου να πέσει αρκετά η αυξημένη χοληστερίνη, που ενέχει αυξημένους κινδύνους για έμφραγμα και εγκεφαλικό.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Στέφεν Γουένγκ του Πανεπιστημίου του Νότιγχαμ, που έκαναν την παρουσίαση στο ιατρικό περιοδικό «Heart» ανέλυσαν στοιχεία για 165.411 ασθενείς με μέση ηλικία 62 ετών, των οποίων το επίπεδο χοληστερίνης είχε μετρηθεί κατά περιόδους τόσο πριν όσο και μετά τη χορήγηση των στατινών.
Μια μείωση των επιπέδων της «κακής» χοληστερίνης (LDL) σε ποσοστό μικρότερο του 40% μετά από τη λήψη των στατινών για δύο χρόνια, θεωρήθηκε ανεπαρκής και μη υγιής, κάτι που ίσχυε για τους μισούς ασθενείς (το 51%). Οι συγκεκριμένοι ασθενείς, που είχαν αποτύχει να μειώσουν τα επίπεδα της LDL περισσότερο από 40% μετά από δύο χρόνια θεραπείας με στατίνες, είχαν 22% μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν καρδιαγγειακή νόσο μέσα στα επόμενα έξι χρόνια, σε σχέση με όσους είχαν ανταποκριθεί καλύτερα στις στατίνες σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Κάθε μείωση της «κακής» χοληστερίνης κατά μία μονάδα σχετιζόταν κατά μέσο όρο με 6% μικρότερο κίνδυνο εγκεφαλικού για όσους δεν είχαν καταφέρει να ρίξουν τη χοληστερίνη τους πάνω από 40% μέσα στη διετία. Αντίθετα, όσοι την είχαν μειώσει πάνω από 40%, είχαν κατά μέσο όρο 13% μικρότερο κίνδυνο γενικά για καρδιαγγειακή νόσο, κάτι που, κατά τους ερευνητές, δείχνει τα οφέλη για την υγεία, αν η χοληστερίνη -χάρη στις στατίνες– υποχωρήσει περισσότερο από 40% σε σχέση με τα επίπεδα της πριν την έναρξη της θεραπείας.
Αρκετοί παράγοντες μπορούν να εξηγούν γιατί δεν ανταποκρίνονται όλοι οι άνθρωποι εξίσου καλά στις στατίνες: οι διαφορές στο γενετικό υπόβαθρο και η μη αυστηρή τήρηση της θεραπείας είναι δύο βασικές αιτίες.