Ο λόγος για τα πρόσφατα δημοσιευμένα αποτελέσματα της μελέτης GRECO (Greek Childhood Obesity study) του Γεωπονικού Πανεπιστημίου, σε συνεργασία με το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, που μελέτησε για πρώτη φορά στην Ελλάδα τη σχέση κοινωνικών, οικονομικών και δημογραφικών παραγόντων με την εμφάνιση της παιδικής παχυσαρκίας.
Στην Ελλάδα, αν και χώρα με τα μεγαλύτερα ποσοστά υπέρβαρου και παχυσαρκίας στα παιδιά στην Ευρώπη, ελάχιστα γνωρίζουμε για το πώς οδηγούμαστε σε αυτή τη συνεχιζόμενη ανοδική πορεία. Μιλώντας για παιδική παχυσαρκία μέχρι σήμερα οι περισσότεροι εστιάζουν στην ποιότητα της διατροφής των παιδιών και τα γονίδια και πολύ λιγότερο στην έλλειψη άσκησης, την επίδραση της οικογένειας στις διατροφικές συνήθειές τους… πόσο μάλλον στην επίδραση του περιβάλλοντος και της κοινωνικής και οικονομικής δομής, στη διαμόρφωση συνηθειών των παιδιών που οδηγούν στα παραπανίσια κιλά.
Από τα πιο ενδιαφέροντα ευρήματα της μελέτης, που πραγματοποιήθηκε σε 2.315 οικογένειες σε δέκα περιφέρειες (δεκατέσσερις νομούς) σε ολόκληρη τη χώρα, ήταν τα εξής:
Το βάρος του γονέα: Όταν ένας από τους δύο γονείς ήταν υπέρβαρος ή παχύσαρκος, οι πιθανότητες τα παιδιά τους να είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα ήταν 1,6 φορές μεγαλύτερες σε σύγκριση με τους γονείς με φυσιολογικό βάρος, ενώ οι πιθανότητες για το παιδί να είναι υπέρβαρο ή παχύσαρκο σχεδόν τριπλασιάστηκαν όταν και οι δύο γονείς ήταν υπέρβαροι ή παχύσαρκοι.
Η ηλικία του γονέα: Κι όμως, η μελέτη έδειξε πως τελικά τα νέα δεδομένα των δυτικών κοινωνιών που θέλουν τις γυναίκες να αποκτούν παιδιά σε μεγαλύτερη ηλικία ίσως – εν μέρει- να είναι «προστατευτικά» για την εμφάνιση παιδικής παχυσαρκίας, καθώς μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες είχαν μικρότερη πιθανότητα να έχουν υπέρβαρα ή παχύσαρκα παιδιά σε σύγκριση με νεότερες γυναίκες, εύρημα που ενδεχομένως ερμηνεύεται από το γεγονός ότι οι μητέρες μεγαλύτερης ηλικίας είναι πιο ευαισθητοποιημένες σε θέματα υγείας.
Ο ρόλος του πατέρα: Ενδιαφέρον ήταν και το γεγονός πως μόνο το επίπεδο φυσικής δραστηριότητας του πατέρα συσχετίσθηκε με την εμφάνιση παχυσαρκίας στα παιδιά. Αναλυτικότερα, το 63% των πατεράδων των παχύσαρκων ή υπέρβαρων παιδιών δεν έκανε συστηματικά κάποια σωματική δραστηριότητα συγκριτικά με το 57% των μη δραστήριων πατεράδων των φυσιολογικού βάρους παιδιών.
Και η εργασία: Ενδιαφέρον είναι και το γεγονός πως μητέρες που εργάζονταν ως ελεύθεροι επαγγελματίες ή ιδιωτικοί υπάλληλοι είχαν μεγαλύτερη πιθανότητα να έχουν υπέρβαρα ή παχύσαρκα παιδιά συγκριτικά με τις γυναίκες που ασχολούνταν με οικιακά, ήταν άνεργες ή δημόσιοι υπάλληλοι, δεδομένο που δείχνει πως οι αυξημένες ώρες εργασίας των γονιών πιθανόν να επιδρούν στο βάρος των παιδιών. Η συσχέτιση αυτή πιθανόν οφείλεται στο γεγονός ότι οι πολλές ώρες που οι μαμάδες αφιερώνουν στη δουλειά τους συνεπάγεται μειωμένο χρόνο ενασχόλησης με τα παιδιά, και λιγότερες ώρες για τη διατροφική εκπαίδευση των παιδιών.
Πολυάριθμα δεδομένα σήμερα παγκοσμίως δείχνουν πως το ζήτημα του υπερβάλλοντος βάρους στα παιδιά δεν αποτελεί εύκολη υπόθεση. Σύμφωνα με τον κ. Ζαμπέλα, Καθηγητή Διατροφής του Ανθρώπου, του Τμήματος Επιστήμης και Τεχνολογίας Τροφίμων του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, και επιστημονικό υπεύθυνο της μελέτης, «τα δεδομένα της έρευνας πρέπει να αφυπνίσουν όχι μόνο τους γονείς αλλά και όσους εμπλέκονται στην πρόληψη της παιδικής παχυσαρκίας, καθώς παράγοντες που έχουν να κάνουν με την κοινωνική και οικονομική κατάσταση της οικογένειας επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό την πιθανότητα εμφάνισης παχυσαρκίας στα παιδιά.
Είναι επιτακτική πλέον η ανάγκη διαμόρφωσης διατροφικής πολιτικής στη χώρα μας με σκοπό την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας που να εμπλέκει διαφορετικούς τομείς του κράτους όπως η παιδεία, η υγεία, η ανάπτυξη και όχι απλά την οικονομία, με σκοπό τόσο τη διατροφική εκπαίδευση των παιδιών όσο και τη δημιουργία βοηθητικών δομών μέσα στην κοινότητα για τη στήριξη της οικογένειας στην προσπάθεια αυτή».
Πηγή: nutrimed.gr