Ο ΟΗΕ προειδοποίησε για τους κινδύνους που προκαλεί η αύξηση της αντίστασης στα αντιβιοτικά, που ευνοείται από την απόρριψη στο περιβάλλον φαρμάκων και ορισμένων χημικών προϊόντων, η οποία αποτελεί μια μεγάλη απειλή για την υγεία.
Αν η τάση αυτή συνεχιστεί, θα αυξηθεί ο κίνδυνος πρόκλησης ανίατων ασθενειών από τα υπάρχοντα αντιβιοτικά κατά τη διάρκεια ανώδυνων δραστηριοτήτων όπως το κολύμπι στη θάλασσα, ανέφεραν ειδικοί που συγκεντρώθηκαν στο Ναϊρόμπι στο πλαίσιο της Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών για το περιβάλλον.
Σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο, σε έκθεση που δημοσιεύθηκε σήμερα με τίτλο «Σύνορα 2017» οι ειδικοί αυτοί προειδοποιούν πως «η απόρριψη στο περιβάλλον αντιμικροβιακών χημικών ενώσεων που προέρχονται από τα νοικοκυριά, τα νοσοκομεία και φαρμακευτικά ιδρύματα, καθώς και από την αγροτική ροή (…) ευνοούν τη βακτηριακή ανάπτυξη και την εμφάνιση πιο ανθεκτικών στελεχών».
«Η προειδοποίηση που περιέχεται σε αυτή την έκθεση είναι πραγματικά τρομακτική: οι άνθρωποι μπορεί να συμμετέχουμε στην ανάπτυξη ισχυρών υπερβακτηρίων λόγω της άγνοιας και της αμέλειάς μας», δήλωσε ο Έρικ Σόλχαϊμ, διευθυντής του Προγράμματος του ΟΗΕ για το περιβάλλον (PNUE).
«Οι έρευνες έχουν ήδη συνδέσει την ακατάλληλη χρήση των αντιβιοτικών στον άνθρωπο και στη γεωργία στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών με την εμφάνιση μιας αυξανόμενης αντίδρασης στα βακτήρια, αλλά ο ρόλος του περιβάλλοντος και της μόλυνσης είχε λάβει πολύ μικρή σημασία», σημείωσε.
Η αντίσταση στα αντιβιοτικά αποτελεί ένα όλο και μεγαλύτερο πρόβλημα για τους διεθνείς οργανισμούς υγείας. Σε παγκόσμια κλίμακα, περίπου 700.000 άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο από ανθεκτικές λοιμώξεις.
Έκθεση που δημοσιεύθηκε το 2014 προειδοποιούσε πως οι παθολογίες που ανθίστανται στα αντιβιοτικά μπορεί να σκοτώσουν έως και 10 εκατομμύρια ανθρώπους έως το 2050, αποτελώντας την κύρια αιτία θανάτου, πριν από τις καρδιολογικές ασθένειες ή τον καρκίνο. Το σωρευτικό οικονομικό κόστος τους εκτιμάται στα 100.000 δισεκ. δολάρια.
«Μπορεί να εισέλθουμε σε αυτό που αποκαλείται η μετα-αντιβιοτική εποχή, όπου θα επιστρέψουμε στα χρόνια πριν από το 1940 όταν μια απλή μόλυνση (…) θα είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο», να αντιμετωπιστεί, εξήγησε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Γουίλ Γκέιζ, του πανεπιστημίου του Έξετερ της Αγγλίας, ένας από τους συντάκτες της έρευνας.
Τα βακτήρια μπορούν να μεταβιβάζουν μεταξύ τους γονίδια διασφαλίζοντας μια αντίσταση στα φάρμακα, να τα μεταβιβάζουν στις μελλοντικές γενιές, να τα βρίσκουν απευθείας στο περιβάλλον ή ακόμη και να αλλάζουν το DNA τους.
Σήμερα το 70 έως το 80% όλων των αντιβιοτικών που καταναλώνονται από τον άνθρωπο ή τα ζώα εκτροφής επιστρέφει στο περιβάλλον μέσω των περιττωμάτων.
«Η πλειονότητα αυτών των εκατοντάδων χιλιάδων τόνων αντιβιοτικών που παράγονται κάθε χρόνο καταλήγει ως εκ τούτου στο περιβάλλον, εν μέρει λόγω της σπατάλης νερού και της γεωργίας», σύμφωνα με τον Γκέιζ.
Οι άνθρωποι και τα ζώα αποβάλλουν επίσης μέσω των περιττωμάτων μικρόβια, ανθεκτικά ή όχι, που αναμειγνύονται με τα αντιβιοτικά και τα βακτήρια που δημιουργούνται με φυσικό τρόπο.
Αν προσθέσουμε σε αυτό το μίγμα τα αντιβακτηριακά προϊόντα, όπως τα απορρυπαντικά και τα βαρέα μέταλλα που είναι τοξικά για τα μικρόβια, έχουμε τις ιδεώδεις συνθήκες για την ανάπτυξη ανθεκτικών στα βακτήρια φαρμάκων εκεί όπου οι άνθρωποι συγχρωτίζονται.
«Αν κανείς παρατηρήσει το σύστημα των ποταμών, βλέπει υψηλές αυξήσεις της αντίστασης λόγω των κέντρων επεξεργασίας λυμάτων (…) που συνδέονται με έναν ορισμένο τρόπο χρήσης των γαιών όπως οι βοσκότοποι για παράδειγμα», είπε ακόμη ο Γκέιζ.
«Αν παρατηρήσουμε τα νερά στις ακτές όπου (…) μπορεί να είμαστε πολύ εκτεθειμένοι στο περιβάλλον, γνωρίζουμε πως μπορούμε να μετρήσουμε εκεί έναν πολύ αυξημένο αριθμό ανθεκτικών βακτηρίων», πρόσθεσε.