H Ελλάδα φιγουράρει στις πρώτες θέσεις όσον αφορά την αντοχή που έχουν αναπτύξει κυρίως τα ενδονοσοκομειακά μικρόβια στα τελευταίας γενιάς αντιβιοτικά.
Οι ειδικοί στην Ευρώπη κρούουν για μία ακόμη φορά τον κώδωνα του κινδύνου, καθώς η κατάχρηση ακόμα και των καινούριων αντιβιοτικών, οδηγεί σταδιακά στην αχρήστευση τους, μιας και δεν μπορούν πλέον να αντιμετωπίσουν μεγάλη γκάμα ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων.
«Με την αυξανόμενη αντοχή των μικροβίων, ακόμη και στα τελευταίας γενιάς αντιβιοτικά, αντιμετωπίζουμε ένα τρομακτικό μέλλον, όπου η χειρουργική επέμβαση, ο τοκετός, η πνευμονία και οι δερματικές λοιμώξεις, θα μπορούσαν και πάλι να απειλήσουν τη ζωή των ασθενών» αναφέρει, σε δραματικούς τόνους, ο Vytenis Andriukaitis, Ευρωπαίος επίτροπος για την Υγεία και την Ασφάλεια των Τροφίμων.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία που παρουσίασε σήμερα το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων στις Βρυξέλλες, (ECDC), η Ελλάδα βρίσκεται το 2016 σε χειρότερη θέση, σε σύγκριση με το 2013, στην αντίσταση του μικροβίου του εντερόκοκκου στο αντιβιοτικό Βανκομυκίνη.Το μικρόβιο αυτό εμπλέκεται σε πολλές ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις, προκαλώντας ενδοκαρδίτιδα, σηψαιμία ή λοιμώξεις του ουροποιητικού. Ενώ το 2013 η αντίστασή του στο εν λόγω αντιβιοτικό στη χώρα μας ήταν κάτω από 25%, το 2016 κυμάνθηκε από 25% έως 50%.
Όσον αφορά το μικρόβιο Κλεψιέλα( Klebsiellapneumoniae), σύμφωνα με το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, η αντίστασή του στα αντιβιοτικά (φθοριοκινολόνες, κεφαλοσπορίνες και αμινογλυκοσίδες) τρίτης γενιάς, ήταν στην Ελλάδα πάνω από 50% το 2013, ενώ το 2016 εντοπίζεται ανάμεσα στο 25% με 50%.
Αντίθετα, η Ελλάδα παραμένει στην κορυφή της Ευρώπης από το 2013 έως σήμερα στην αντοχή της Κλεψιέλας σε μια άλλη μορφή αντιβιοτικών τις Καρβαπενέμες, καθώς το ποσοστό αντοχής στη συγκεκριμένη ομάδα αντιβιοτικών ξεπερνά το 50%. Σημειώνεται ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Ευρώπης, στην οποία εξακολουθεί να συμβαίνει αυτό.
Για το βακτήριο Ecoli, που είναι μία από τις συχνότερες αιτίες των λοιμώξεων του αίματος και των λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος, η αντίσταση στα αντιβιοτικά ( κεφαλοσπορίνες τρίτης γενιάς) βρίσκεται σταθερά από το 2013 έως το 2016 στην Ελλάδα, από 10% έως 25%. Σε χειρότερη μοίρα βρίσκονται γειτονικές μας χώρες, όπως η Ιταλία, η Βουλγαρία, και η Κύπρος. Τα ποσοστά αντίστασης ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά είναι υψηλότερα στη νότια και νοτιοανατολική Ευρώπη από ό, τι στη βόρεια Ευρώπη.
Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσηματων (ECDC) ανακοίνωσε σήμερα τα τελευταία ευρωπαϊκά δεδομένα, που αφορούν την αντοχή επικίνδυνων μικροβίων στα υπάρχοντα αντιβιοτικά, με την ευκαιρία της σημερινής 10ης ευρωπαϊκής ημέρας ευαισθητοποίησης για τα αντιβιοτικά.
Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, το 2016, η συνδυασμένη αντοχή σε διάφορες ομάδες αντιβιοτικών συνέχισε να αυξάνεται για τα μικρόβια Escherichia coli και Acinetobacter. To ECDC εκτιμά πως κατάσταση αυτή, προκαλεί πλέον μεγάλη ανησυχία, καθώς οι ασθενείς που έχουν μολυνθεί με αυτά τα ανθεκτικά σε πολλά αντιβιοτικά βακτήρια, έχουν πολύ περιορισμένες επιλογές θεραπείας.
Ο Andriukaitis εκτιμά ότι «με την αυξανόμενη αντοχή των μικροβίων, ακόμη και στα τελευταίας γενιάς αντιβιοτικά, αντιμετωπίζουμε ένα τρομακτικό μέλλον, όπου η χειρουργική επέμβαση, ο τοκετός, η πνευμονία και οι δερματικές λοιμώξεις, θα μπορούσαν και πάλι να απειλήσουν τη ζωή των ασθενών. Για να διατηρήσουμε την ικανότητά μας να θεραπεύουμε αποτελεσματικά τις λοιμώξεις στους ανθρώπους και τα ζώα, πρέπει να γεφυρώσουμε τις διαφορές που καταγράφονται μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ και να βελτιώσουμε το επίπεδο των χωρών που εξακολουθούν να βρίσκονται ψηλά στην ανθεκτικότητα των μικροβίων».
Για το Escherichia coli, η συνδυασμένη αντίσταση που μετρήθηκε σε αντιβιοτικά, όπως οι Φθοριοκινολόνες, Κεφαλοσπορίνες και Αμινογλυκοσίδες τρίτης γενιάς, αυξήθηκε σημαντικά μεταξύ 2013 και 2016. Εντούτοις, είναι ενθαρρυντικό ότι οι μακροπρόθεσμες προσπάθειες οδηγούν σιγά-σιγά σε θετικά αποτελέσματα και είναι ακόμη δυνατό να αντιστραφούν οι τάσεις.
Τα τελευταία στοιχεία του ECDC δείχνουν ότι η συνολική κατάσταση για την αντίσταση στην Klebsiella pneumoniae φαίνεται να σταθεροποιείται στην Ευρώπη, αλλά όχι σε όλες τις χώρες. Επιπλέον, το ποσοστό του ανθεκτικού μικροβίου Staphylococcus aureus, στο αντιβιοτικό Μεθικιλλίνη μειώθηκε μεταξύ 2013 και 2016. Ωστόσο, 10 από τις 30 χώρες εξακολουθούν να αναφέρουν υψηλά ποσοστά.
«Παρόλο που αρχίζουμε να βλέπουμε κάποια μικρή πρόοδο, πρέπει να παραμένουμε σε επαγρύπνηση και να εργαστούμε, ακόμη πιο σκληρά, για να μειώσουμε τα επίπεδα αντοχής στα αντιβιοτικά. Υπάρχουν ακόμα σημαντικές αυξήσεις στη συνδυασμένη αντίσταση για τα μικρόβια Escherichia coli και Acinetobacter σε ολόκληρη την Ευρώπη και αυτή η κατάσταση προκαλεί μεγάλη ανησυχία, καθώς οι ασθενείς που έχουν μολυνθεί με αυτά τα ανθεκτικά σε πολλές πλέον θεραπείες βακτήρια, έχουν πολύ περιορισμένες επιλογές αντιμετώπισης» επισήμανε ο διευθυντής του ECDC, Andrea Ammon.
Και πρόσθεσε: «Η συντηρητική χρήση αντιβιοτικών και οι ολοκληρωμένες στρατηγικές πρόληψης και ελέγχου των λοιμώξεων που απευθύνονται σε όλους τους τομείς της υγειονομικής περίθαλψης είναι πλέον θεμελιώδους σημασίας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο σήμερα το ECDC ξεκινά, επίσης, την καθοδήγησή του σχετικά με τα Enterobacteria ceae ανθεκτικά στο αντιβιοτικά με τη δραστική ουσία Καρβαπενέμη».
Από την πλευρά της, η Zsuzsanna Jakab, περιφερειακή διευθύντρια του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO) για την Ευρώπη, τόνισε: «Τα ανθεκτικά μικρόβια, δεν γνωρίζουν σύνορα. Η αποτελεσματική πρόληψη και έλεγχος των λοιμώξεων είναι ένα από τα πιο ισχυρά όπλα μας, για την αντιμετώπιση αυτής της παγκόσμιας απειλής για την υγεία. Αυτή τη χρονιά, η Παγκόσμια Εβδομάδα Ευαισθητοποίησης για τα Αντιβιοτικά καλεί τους υγειονομικούς υπαλλήλους να εμποδίσουν τη διάδοση της μικροβιακής αντοχής σε χώρους υγειονομικής περίθαλψης, με σωστή υγιεινή των χεριών».
Οι επιστήμονες, τέλος δεν κρύβουν την ανησυχία τους, καθώς εκτιμούν ότι η φαρέτρα με τα όπλα για την αντιμετώπιση των ανθεκτικών μικροβίων αδειάζει.
Η αντίσταση στα carbapenems (Καρβαπενέμες), μια σημαντική ομάδα αντιβιοτικών τελευταίας γραμμής, εξακολουθεί να είναι παρούσα, ιδίως σε χώρες με ήδη υψηλά επίπεδα ανθεκτικών βακτηρίων σε πολλαπλά φάρμακα. Σε αυτές τις χώρες, όπως εξηγούν οι ειδικοί, οι επιλογές για τη θεραπεία ασθενών με λοιμώξεις που προκαλούνται από εντεροβακτήρια ανθεκτικά στις Καρβαπενέμες, περιορίζονται συχνά στη θεραπεία συνδυασμού με παλαιότερα αντιβιοτικά, όπως η Κολιστίνη. Όμως η επιπλέον εμφάνιση αντοχής στην Κολιστίνη, είναι μια σοβαρή προειδοποίηση ότι οι επιλογές γίνονται όλο και πιο περιορισμένες.