Σουηδοί και Βρετανοί επιστήμονες ανέπτυξαν ένα απλό τεστ αίματος, το οποίο για πρώτη φορά μπορεί να προσδιορίσει αν τα συμπτώματα ενός ασθενούς προκαλούνται από νόσο Πάρκινσον ή από κάποια άλλη παρεμφερή διαταραχή, τα λεγόμενα άτυπα παρκινσονικά σύνδρομα (Προϊούσα Υπερπυρηνική Παράλυση, Ατροφία Πολλαπλών Συστημάτων, Φλοιοβασική Εκφύλιση).
Έως σήμερα δεν υπάρχει κάποιο τεστ αίματος, διαγνωστική εξέταση του εγκεφάλου ή άλλη αντικειμενική μέθοδος για την έγκαιρη διάγνωση του Πάρκινσον και των συναφών διαταραχών. Συνήθως ένας νευρολόγος κάποια στιγμή κάνει τη διάγνωση με βάση τα κλινικά συμπτώματα του ασθενούς. Όμως ακόμη και έμπειροί γιατροί κάνουν λανθασμένες διαγνώσεις, ιδίως αν πρέπει να διακρίνουν το Πάρκινσον από τα παρκινσονικά σύνδρομα.
Στα πρώιμα ιδίως στάδια της νόσου, μπορεί να αποδειχθεί δύσκολο να διαγνώσει ο γιατρός αν πρόκειται για κανονικό Πάρκινσον ή για κάποιο άτυπο παρκινσονικό σύνδρομο. Όμως η έγκαιρη σωστή διάγνωση είναι σημαντική για τη μελλοντική εξέλιξη και αντιμετώπιση της ανίατης νόσου. Βρίσκονται σε εξέλιξη διάφορες προσπάθειες για την ανάπτυξη ενός τεστ αίματος για το Πάρκινσον, αλλά καμία δεν έχει εστιάσει στο να διακρίνει το Πάρκινσον από τα παρκινσονικά σύνδρομα.
Σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Όσκαρ Χάνσον του Πανεπιστημίου της πόλης Λουντ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Neurology» της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας, βρήκαν ότι η συγκέντρωση μιας πρωτεΐνης των νεύρων στο αίμα επιτρέπει τη σωστή διαφορική διάγνωση, με ακρίβεια ανάλογη με την μέτρηση του επιπέδου της ίδιας πρωτεΐνης στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό.
Η εν λόγω πρωτεΐνη (NfL) αποτελεί μέρος των νευρικών κυττάρων και μπορεί να ανιχνευθεί στο αίμα και στο νωτιαίο υγρό, όταν τα νευρικά κύτταρα πεθαίνουν. Τα επίπεδα της πρωτεΐνης είναι χαμηλότερα στους ασθενείς με Πάρκινσον από ό,τι με τα άτυπα παρσκινσονικά σύνδρομα.
Οι επιστήμονες εξέτασαν 504 ανθρώπους, τόσο υγιείς (για λόγους σύγκρισης), όσο και ασθενείς που είχαν Πάρκινσον ή κάποιο άτυπο παρκινσονικό σύνδρομο για λίγα ή περισσότερα χρόνια. Το νέο τεστ αίματος αποδείχθηκε ακριβές στη διάγνωση τόσο όσων ήσαν ασθενείς σε αρχικό στάδιο, όσο και σε πιο προχωρημένο.
Η ακρίβεια του τεστ είναι ανάλογη με εκείνη του πιο επεμβατικού τεστ ανάλυσης του εγκεφαλονωτιαίου υγρού. Η ευαισθησία του φθάνει το 82% (ποσοστό θετικών αποτελεσμάτων που ανιχνεύονται ορθά ως θετικά) και η ειδικότητά του το 91% (ποσοστό αρνητικών αποτελεσμάτων που ανιχνεύονται ορθά ως αρνητικά). Για τα πρώιμα στάδια της νόσου, τα αντίστοιχα ποσοστά ευαισθησίας (sensitivity) και ειδικότητας (specificity) του τεστ αίματος είναι 70% και 80%.
«Όταν ο γιατρός υποπτεύεται ότι πρόκειται είτε για Πάρκινσον είτε για άτυπο παρκινσονικό σύνδρομο, ένα απλό τεστ αίματος θα τον βοηθά να κάνει μια πιο ακριβή διάγνωση. Τα άτυπα αυτά σύνδρομα είναι σπάνια, αλλά γενικά εξελίσσονται πιο γρήγορα και είναι πιθανότερο να αποδειχθούν θανατηφόρα, σε σχέση με τη νόσο Πάρκινσον. Γι’ αυτό είναι σημαντικό για τους ασθενείς και τις οικογένειές τους να μπορούν να τύχουν έγκαιρα της καλύτερης δυνατής θεραπείας και να σχεδιάσουν τις μελλοντικές ανάγκες τους», δήλωσε ο Χάνσον.
Ένα μειονέκτημα του τεστ είναι ότι δεν κάνει διάκριση ανάμεσα στα διαφορετικά άτυπα παρκινσονικά σύνδρομα, κάτι που επαφίεται στους νευρολόγους να το κάνουν, με βάση μια σειρά από συμπτώματα του ασθενούς. Το τεστ ακόμη χρειάζεται βελτίωση και δεν είναι έτοιμο για ευρεία χρήση, προτού δοκιμασθεί σε μεγαλύτερο δείγμα ανθρώπων.