Δεν προκαλούν προβλήματα σε επιβάτες με βηματοδότες ή άλλη εμφυτευμένη καρδιολογική συσκευή τα φορητά μηχανήματα ανίχνευσης μετάλλων, με τα οποία ελέγχονται οι επιβάτες πριν την επιβίβασή τους στο αεροπλάνο, σύμφωνα με νέα επιστημονική μελέτη από Ελληνες, Γερμανούς και Κροάτες ερευνητές.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δύο ανιχνευτές μετάλλων, επί 30 δευτερόλεπτα τον καθένα, σε δείγμα 388 ατόμων με βηματοδότη ή εμφυτευμένο απινιδωτή.
Οι επιστήμονες πέρασαν τα μηχανήματα πάνω από την περιοχή της καρδιάς των ασθενών και έλεγξαν για τυχόν επιπτώσεις με ηλεκτροκαρδιογράφημα. Οι ανιχνευτές είχαν σκοπίμως προγραμματιστεί να λειτουργούν στην μέγιστη δυνατή έντασή τους, ενώ ελέγχθηκαν βηματοδότες 11 διαφορετικών εταιριών και απινιδωτές επτά εταιριών (περίπου το 75% της συνολικής αγοράς αυτών των συσκευών).
Καθ’ όλη τη διάρκεια των πειραμάτων δεν διαπιστώθηκε κάποιο πρόβλημα στις εμφυτευμένες συσκευές της καρδιάς, το οποίο να προκλήθηκε από τους ανιχνευτές μετάλλων. Το συμπέρασμα των επιστημόνων ήταν ότι «οι διαδικασίες ελέγχου με ένα κανονικό φορητό ανιχνευτή μετάλλων είναι ασφαλείς».
Σημαντικό είναι πάντως πως οι ερευνητές διευκρινίζουν ότι η μελέτη τους δεν αποδεικνύει πέρα από κάθε αμφιβολία πως οι ανιχνευτές είναι απολύτως ασφαλείς με όλες τις καρδιολογικές συσκευές, καθώς τα τεστ έγιναν σε συνθήκες εργαστηρίου και όχι σε αεροδρόμια, ενώ δεν ελέγχθηκε το 100% των συσκευών που υπάρχουν στην αγορά.
Στο παρελθόν έχουν υπάρξει ορισμένες αναφορές ότι τα μαγνητικά πεδία που δημιουργούνται από τους ανιχνευτές μετάλλων των αεροδρομίων, παρεμβάλλονται στη λειτουργία των εμφυτευμένων καρδιολογικών συσκευών. Άλλες έρευνες είχαν συσχετίσει συσκευές όπως τα MP3 ή αντικλεπτικά συστήματα με προβλήματα σε βηματοδότες. Υπολογίζεται ότι περίπου 700.000 άνθρωποι παγκοσμίως, που έχουν προβλήματα με την καρδιά τους, τοποθετούν ένα βηματοδότη ή απινιδωτή κάθε χρόνο.
Από ελληνικής πλευράς στην έρευνα συμμετείχαν οι Γεώργιος Ανδρικόπουλος, Ιωάννης Ρασσιάς, Στυλιανός Τζέης και Γεώργιος Θεοδωράκης, διευθυντής του καρδιολογικού τμήματος του Νοσοκομείου «Ερρίκος Ντυνάν» της Αθήνας, ενώ επικεφαλής της μελέτης ήταν ο Κλέμενς Γίλεκ της Ιατρικής Σχολής του Τεχνικού Πανεπιστημίου του Μονάχου.