Είναι δυνατόν να τεθούν όρια στην ιατρική επιστημονική έρευνα και ποια; Τα ερωτήματα δεν είναι ρητορικά. Στοιχειοθετούν τον πυρήνα ενός πολύ μεγάλου σύγχρονου βιοηθικού διλήμματος: Η βιοτεχνολογική πρόοδος επηρεάζει καθοριστικά πλέον την εξέλιξη της ζωής αλλά περνά συνήθως μέσα από μεγάλα και συχνά αντικρουόμενα ιδιωτικά συμφέροντα.
Επιχειρώντας να επιλύσουν την καίρια αυτή αντίφαση, που εμπλέκει το δικαίωμα στη ζωή, τη θεμιτή επιστημονική έρευνα και την επιδίωξη του κέρδους, τα κράτη ακολούθησαν ποικίλες νομοθετικές προσεγγίσεις.
Όπως εξηγεί ο επιστημονικός συνεργάτης της ελληνικής Επιτροπής Βιοηθικής, διδάκτωρ Νομικής Τ. Βιδάλης, στην Ευρώπη παρατηρούνται και «περιοριστικά καθεστώτα», όπως της Γερμανίας και της Αυστρίας, όσο και νομοθεσίες πιο χαλαρές, όπως της Αγγλίας και της Σουηδίας, όπου επιτρέπεται η έρευνα ακόμη και σε έμβρυα που δημιουργούνται για το σκοπό αυτό και άσχετα με το αν αυτά θα καταστραφούν στη συνέχεια.
Η Ελλάδα ακολούθησε μια μέση οδό, καθώς επιτρέπει την έρευνα σε βλαστοκύτταρα εμβρύων (και την καταστροφή τους) αλλά μόνο σε όσα έχουν απομείνει από προηγούμενες πρακτικές (π.χ. εξωσωματική γονιμοποίηση) και δεν αξιοποιήθηκαν αλλιώς για πέντε χρόνια.
Πρόσφατα το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) με απόφασή του έθεσε αυστηρές προϋποθέσεις και κανόνες στον τρόπο διεξαγωγής της γενετικής έρευνας. Απαγόρευσε ρητά την κατοχύρωση με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας κάθε εφεύρεσης στον τομέα των βλαστοκυττάρων, εφόσον αυτή συνεπάγεται την καταστροφή του εμβρύου.
Ερμηνεύοντας κοινοτική οδηγία (98/44) το ΔΕΚ δίνει διασταλτική έννοια στον όρο ανθρώπινο έμβρυο, περιλαμβάνοντας σε αυτή κάθε ανθρώπινο ωάριο, από τα στάδιο της γονιμοποίησής του, εφόσον αυτή είναι ικανή να ενεργοποιήσει τη διαδικασία ανάπτυξης ανθρώπινου όντος. Ως ανθρώπινο έμβρυο πρέπει να χαρακτηρίζεται και το μη γονιμοποιημένο ωάριο στο οποίο έχει μεταμοσχευθεί ο πυρήνας ώριμου ανθρώπινου κυττάρου.
«Σωστή» θεωρεί τη δικαστική απόφαση ο Γ. Κολιάκος, αναπληρωτής καθηγητής Βιοχημείας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και πρόεδρος της τράπεζας των αρχέγονων κυττάρων του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΕΙΕ). Όπως επισημαίνει «δεν μπορεί να πατεντάρεται κάτι που υπάρχει ήδη στη φύση». Εκτιμά ωστόσο ότι έτσι όπως λειτουργεί σήμερα το σύστημα υποχρεώνει τους επιστήμονες να επιδιώκουν την πατέντα, προκειμένου να πετύχουν την αξιοποίηση της επιστημονικής τους έρευνας από τις μεγάλες βιομηχανίες.
Η υπόθεση που κρίθηκε στο ΔΕΚ αφορά την κατοχύρωση διπλώματος ευρεσιτεχνίας σε καθηγητή του Πανεπιστημίου της Βόννης, ο οποίος εφηύρε μια μέθοδο μετατροπής ανθρώπινων βλαστοκυττάρων εμβρύων σε νευρικά κύτταρα. Η εξέλιξη αυτή θεωρείται προάγγελος θεραπείας για ασθένειες όπως Πάρκινσον, διαβήτης και για διάφορες καρδιακές παθήσεις.
Κατά της χορήγησης της παραπάνω πατέντας, όπως δημοσιεύεται στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», προσέφυγε η Greenpeace, θεωρώντας ότι είναι ανήθικο να χορηγούνται τέτοια διπλώματα ευρεσιτεχνίας σε κύτταρα που προέρχονται από ανθρώπινα έμβρυα.
Η απόφαση απαγόρευσης του ΔΕΚ προβληματίζει ωστόσο τους επιστήμονες, καθώς πολλοί εκτιμούν ότι στο πλαίσιο του αγριου ανταγωνισμού που επικρατεί, ειδικά με χώρες της Απω Ανατολής και της Αμερικής, όπου η κατοχύρωση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας στα ζητήματα αυτά είναι εύκολη υπόθεση, η Ευρώπη θα υστερήσει σημαντικά στην ιατρική έρευνα.
Η ελληνική Επιτροπή Βιοηθικής αποδέχεται την κρατούσα άποψη σύμφωνα με την οποία αντικείμενο ευρεσιτεχνιών είναι μόνο «εφευρέσεις» και όχι οτιδήποτε υπάρχει ήδη στον εξωτερικό κόσμο, δηλ. ανακαλύψεις. Στις ΗΠΑ και άλλες χώρες αναγνωρίζονται, αντίθετα, πατέντες και στις ανακαλύψεις (π.χ. γονιδιώματα) εφόσον σε αυτές έχει προστεθεί κάποια ανθρώπινη επιστημονική παρέμβαση ή μετατροπή.
«Θα υπάρχουν επιπτώσεις στην επιστημονική έρευνα, ειδικά στην προώθηση της καινοτομίας, κάθε φορά που αυτή συγκρούεται με τη βιοηθική. Δεν είμαστε έτοιμοι ούτε μπορούμε να εγκαταλείψουμε τα πάντα χάριν της τεχνολογίας», επισημαίνει ο κ. Βιδάλης.
Η υπόθεση δεν αφορά την αφαίρεση βλαστοκυττάρων από τα νεογέννητα αλλά μόνο την επέμβαση και την καταστροφή εμβρύων.