Άνω κάτω γίνονται τα μικρόβια που ζουν στο έντερο από τη χορήγηση αντιβιοτικών σε παιδιά έως 3 ετών. Αυτή η απορρύθμιση και η μείωση της «βιοποικιλότητας» του οικοσυστήματος του μικροβιώματος έχει ως συνέπεια να αυξάνεται ο κίνδυνος για την εμφάνιση παθήσεων όπως ο διαβήτης τύπου 1 (παιδικός), η παχυσαρκία, το άσθμα, οι αλλεργίες, το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου κ.α., σύμφωνα με δύο νέες αμερικανο-φινλανδικές επιστημονικές έρευνες. Στις ανεπτυγμένες χώρες το μέσο παιδί έως δύο ετών παίρνει περίπου τρεις φορές αντιβιοτικά.
Οι ερευνητές του Γενικού Νοσοκομείου της Μασαχουσέτης και του κοινού Ινστιτούτου Broad των πανεπιστημίων Χάρβαρντ/ΜΙΤ, με επικεφαλής τον καθηγητή γαστρεντερολογίας Ράμνικ Ξαβιέ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, που έκαναν τη δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «Science Translational Medicine», μελέτησαν δύο ομάδες άνω των 80 νηπίων.
Η κοινότητα των μικροοργανισμών που αποικούν το έντερο, παίζουν ζωτικό ρόλο στη ρύθμιση του ανθρώπινου μεταβολισμού και στη λειτουργία του αμυντικού (ανοσοποιητικού) συστήματος. «Ο πληθυσμός των μικροβίων στην αρχή της παιδικής ηλικίας φαίνεται να παίζει κρίσιμο ρόλο στην ανθρώπινη υγεία, καθώς η μειωμένη ποικιλία του εντερικού μικροβιώματος συνδέεται με έναν αριθμό αλλεργικών και αυτοάνοσων παθήσεων», δήλωσε ο Ξαβιέ.
Οι ερευνητές ανέλυαν κάθε μήνα δείγματα κοπράνων, από τη στιγμή που είχαν γεννηθεί τα παιδιά και εωσότου γίνουν 36 μηνών. Η γενετική ανάλυση μελέτησε σε βάθος τη διαχρονική εξέλιξη του μικροβιακού «οικοσυστήματος». Στη διάρκεια της έρευνας, 20 παιδιά πήραν αντιβιοτικά για αναπνευστικές λοιμώξεις, των αυτιών κ.α.
Η μελέτη αποκάλυψε ότι όλα τα παιδιά είχαν ορισμένα κοινά είδη μικροοργανισμών, που μάλιστα αυξομειώνονταν περίπου στην ίδια ηλικία. Τα παιδιά όμως που είχαν πάρει αντιβιοτικά, είχαν μειωμένη ποικιλία μικροβιακών πληθυσμών, με λιγότερα είδη και με επικράτηση ενός μόνο βακτηριακού στελέχους, αντίθετα με τα πολλά είδη μικροβίων και στελεχών που υπάρχουν στο έντερο των παιδιών, τα οποία δεν έχουν πάρει αντιβιοτικά.
Ακόμη, κατά την θεραπεία με αντιβιοτικά, διαπιστώθηκε απότομη αύξηση στα μικρόβια της παρουσίας των γονιδίων εκείνων που παρέχουν αντίσταση στα αντιβιοτικά. Όταν σταμάτησε η χορήγηση των αντιβιοτικών, υποχώρησαν και τα επίπεδα των γονιδίων αυτών που ενισχύουν την ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά. Ορισμένα όμως γονίδια «αντίστασης» συνέχισαν να υπάρχουν πολύ μετά τη διακοπή της θεραπείας.
Η έρευνα έδειξε επίσης ότι, εκτός από τα αντιβιοτικά, η σύνθεση και η ισορροπία του μικροβιώματος εξαρτάται από τη διατροφή του παιδιού (θηλασμός ή βρεφικό γάλα) και από τον τρόπο γέννησής (με κολπικό τοκετό ή καισαρική). Όπως με τα αντιβιοτικά, το βρεφικό γάλα και η καισαρική καθυστερούν την ανάπτυξη και μειώνουν την ποικιλία των μικροβίων στο έντερο του παιδιού, καθιστώντας το έτσι πιο ευάλωτο.
Η μητέρα επηρεάζει καθοριστικά το μικροβίωμα του παιδιού της μεταφέροντάς του δικά της μικρόβια την ώρα της γέννας, καθώς και αργότερα μέσω του δέρματός της και κατά τον θηλασμό.