Το στρες είναι σε θέση να πυροδοτήσει μεταβολές στον οργανισμό, που συμβάλλουν στην εμφάνιση σοβαρών νοσημάτων, όπως μεταβολικές διαταραχές, παχυσαρκία, καρδιαγγειακές παθήσεις.
Αυτό επιβεβαιώνει το μεγάλο Ερευνητικό Πρόγραμμα «ΘΑΛΗΣ» που μελετά τους μοριακούς μηχανισμούς και τις κλινικές επιπτώσεις της αντίστασης των ιστών σε κάποιες ουσίες, τα γλυκοκορτικοειδή, όπως συμβαίνει και στην Πρωτοπαθή Γενικευμένη Αντίσταση στα Γλυκοκορτικοειδή, ή αλλιώς, στο «Σύνδρομο Χρούσος».
Όπως τονίζουν οι επιστήμονες, για την αντιμετώπιση της διαταραχής της γενικής ισορροπίας του σώματος (ομοιόσταση) από κάποιο στρεσογόνο ερέθισμα και την επαναφορά του στην φυσιολογική κατάσταση, ενεργοποιείται ένα ειδικό σύστημα άμυνας, στο οποίο σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα γλυκοκορτικοειδή.
Αυτά αποτελούν στεροειδείς ορμόνες όπως η κορτιζόλη, οι οποίες ρυθμίζουν ένα ευρύ φάσμα φυσιολογικών λειτουργιών απαραίτητων για τη ζωή, π.χ. την αύξηση, την ανάπτυξη, την αναπαραγωγή, καθώς και τις λειτουργίες του ανοσοποιητικού, του κεντρικού νευρικού και του καρδιομεταβολικού συστήματος.
Ποσοστό περίπου 20% των γονιδίων που εκφράζονται στα λευκοκύτταρα του ανθρώπου, ρυθμίζονται θετικά ή αρνητικά από τα γλυκοκορτικοειδή, λένε οι ειδικοί, που τονίζουν ότι σε φαρμακολογικές δόσεις, οι ορμόνες αυτές έχουν ισχυρές αντιφλεγμονώδεις, ανοσοκατασταλτικές και αποπτωτικές δράσεις, λόγω των οποίων αντιπροσωπεύουν μια από τις σημαντικότερες κατηγορίες θεραπευτικών σκευασμάτων που χορηγούνται σε εκατομμύρια ασθενών για τη θεραπεία φλεγμονωδών, αλλεργικών, αυτοάνοσων και λεμφοϋπερπλαστικών ασθενειών.
Όπως τόνισαν σήμερα σε συνέντευξη Τύπου, ο επιστημονικός υπεύθυνος του προγράμματος, καθηγητής Παιδιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Διευθυντής της Α’ Παιδιατρικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεώργιος Χρούσος και η συντονίστρια ερευνήτρια, Αν. Καθηγήτρια Παιδιατρικής – Παιδιατρικής Ενδοκρινολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Ευαγγελία Χαρμανδάρη, οι μελέτες που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του «ΘΑΛΗΣ», εξηγούν περαιτέρω τους μοριακούς μηχανισμούς δράσης των γλυκοκορτικοειδών και βοηθούν στην κατανόηση των παθοφυσιολογικών μεταβολών που παρατηρούνται σε ασθενείς με διαταραχές της ευαισθησίας των ιστών στα γλυκοκορτικοειδή.
Η νέα επιστημονική αυτή γνώση, βοηθά τους επιστήμονες να κατανοήσουν την επίδραση του στρες στον οργανισμό και να το συσχετίσουν πλέον με μεγαλύτερη ασφάλεια με συγκεκριμένα νοσήματα.