Η παγκόσμια θνησιμότητα από διαρροϊκά νοσήματα εμφανίζει μείωση κατά 60% παγκοσμίως τα τελευταία 30 χρόνια, ωστόσο τα παιδιά κάτω των πέντε ετών και οι ηλικιωμένοι εξακολουθούν να έχουν τα υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας, ιδίως στην υποσαχάρια Αφρική και τη νότια Ασία. Αυτό διαπιστώνει μελέτη που διεξήχθη από το αμερικανικό Ινστιτούτο Μετρήσεων και Αξιολόγησης της Υγείας και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «The Lancet Infectious Diseases».
Το 2021 οι διαρροϊκές ασθένειες προκάλεσαν 1,2 εκατομμύρια θανάτους παγκοσμίως, σημαντικά μειωμένους από τα 2,9 εκατομμύρια που καταγράφηκαν το 1990. Η μεγαλύτερη μείωση σημειώθηκε στα παιδιά κάτω των πέντε ετών (79%), ωστόσο αυτή η ηλικιακή ομάδα εξακολουθεί να έχει το υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας μεταξύ όλων των ηλικιών, ακολουθούμενη από τα άτομα 70 ετών και άνω.
Οι περιφερειακές ανισότητες στους θανάτους από διαρροϊκές ασθένειες παραμένουν έντονες. Σε περιοχές των χωρών υψηλού εισοδήματος παρατηρείται λιγότερος από ένας θάνατος ανά 100.000 κατοίκους σε παιδιά κάτω των πέντε ετών. Στην υποσαχάρια Αφρική αντίθετα σημειώθηκαν περισσότεροι από 150 θάνατοι παιδιών κάτω των πέντε ετών ανά 100.000 πληθυσμού και αυτό είναι το υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας για τα παιδιά αυτής της ηλικιακής ομάδας σε σύγκριση με άλλες παγκόσμιες περιοχές. Η νότια Ασία είχε τα υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας μεταξύ των ατόμων ηλικίας 70 ετών και άνω με 476 θανάτους ανά 100.000 άτομα.
Οι ερευνητές σημειώνουν ότι η μείωση της θνησιμότητας από διάρροια υποδηλώνει ότι αποδίδουν οι παρεμβάσεις στον τομέα της υγείας, όπως η από του στόματος θεραπεία επανυδάτωσης, η ενίσχυση των υποδομών ύδρευσης, αποχέτευσης και υγιεινής και οι παγκόσμιες προσπάθειες ανοσοποίησης κατά του ροταϊού. Τα προληπτικά μέτρα κατά βασικών παραγόντων κινδύνου και παθογόνων μικροοργανισμών θα μπορούσαν να μειώσουν περαιτέρω την παγκόσμια επιβάρυνση, προσθέτουν.