Ένας στους τρεις ανθρώπους σε όλο τον κόσμο άνω των 45 ετών πάσχει από κατάθλιψη, ενώ, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών, σε μία δεκαετία το ποσοστό αυτό θα αυξηθεί στο 50%.
Μάλιστα η κατάθλιψη φαίνεται ότι προτιμάει τις γυναίκες μετά την ηλικία των 40-45, καθώς η συχνότητα εμφάνισής της στο «ασθενές φύλο» είναι τριπλάσια από ό,τι στους άντρες. Τα νέα φάρμακα που κυκλοφορούν στις μέρες μας στοχεύουν στην πιθανή αιτία της κατάθλιψης, σε αντίθεση με τα παλαιότερα φάρμακα, που αποσκοπούν στην άρση των συμπτωμάτων της.
Επειδή η κατάθλιψη είναι μια χρόνια και σημαντική πάθηση, η οποία δεν θεραπεύεται μόνο με την εξαφάνιση των συμπτωμάτων, ο ασθενής θα πρέπει να συνεχίσει τη φαρμακευτική αγωγή 1-2 χρόνια, ενώ μπορεί παράλληλα να χρειαστεί και ψυχολογική υποστήριξη.
Με αφορμή ομιλία της για τις νεότερες εξελίξεις στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης, στο 6ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ψυχιατρικής στο Γενικό Νοσοκομείο, η αναπληρώτρια καθηγήτρια ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Νάντια Μπεργιαννάκη-Δερμιτζάκη, ανέφερε ότι ένα νέο φάρμακο, με δραστική ουσία την αγομελατίνη, στοχεύει στα πιθανά αίτια αυτής της διαταραχής, έχει αγχολυτική δράση χωρίς να είναι αγχολυτικό, δεν προκαλεί εξάρτηση και επιδρά μέσα στις πρώτες ημέρες από τη λήψη του, σε αντίθεση με τα παλαιότερα φάρμακα, τα οποία επιδρούν σε 15-20 ημέρες.
«Μέχρι τώρα προσπαθούσαμε να αυξήσουμε σε κάποιες περιοχές του εγκεφάλου την ποσότητα κάποιων νευροδιαβιβαστών, δηλαδή ουσιών όπως η σεροτονίνη, η νοραδρεναλίνη και εν μέρει η ντοπαμίνη, που σχετίζονται με την πρόκληση κάποιων ψυχωτικών ή καταθλιπτικών συμπτωμάτων. Με την αύξηση αυτών των ουσιών αποσκοπούσαμε στην άρση της καταθλιπτικής συμπτωματολογίας. Τώρα έρχεται ένας εντελώς καινούργιος τρόπος, ο οποίος δεν αποσκοπεί στην αύξηση αυτών των ουσιών σε ορισμένες περιοχές του εγκεφάλου, αλλά στην επίδραση σε ορισμένους υποδοχείς, οι οποίοι επαναπροσδιορίζουν τους ρυθμούς και μέσω αυτού του επαναπροσδιορισμού μπορεί να επιδράσει έτσι ώστε να αρθούν σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα πάρα πολλά συμπτώματα της κατάθλιψης, χωρίς να επιφέρει ανεπιθύμητες ενέργειες. Δηλαδή αντιμετωπίζουμε πλέον, όχι το σύμπτωμα αλλά, τη πιθανή αιτία της διαταραχής» εξήγησε η κα Μπεργιαννάκη-Δερμιτζάκη.