H πρώτη αιματολογική εξέταση που εντοπίζει τους ασθενείς και τους φορείς της ανθρώπινης μορφής της νόσου των «τρελών αγελάδων» παρουσιάστηκε από Βρετανούς ερευνητές σε πειραματική μορφή.
Όπως αναφέρει την Πέμπτη το AFP, σε δοκιμές μικρής κλίμακας το τεστ εντόπισε τα τρία τέταρτα των περιπτώσεων της νέας ποικιλίας της νόσου των Κρόιτσφενλτ-Γιάκομπ.
Η νέα εξέταση είναι 100.000 φορές πιο ευαίσθητη από προηγούμενες εργαστηριακές εξετάσεις και θα μπορούσε να εντοπίσει ακόμα και φαινομενικά υγιή άτομα στα οποία η ασθένεια επωάζεται.
Η μελέτη δημοσιεύεται στη βρετανική επιθεώρηση Lancet.
Η νόσος των Κρόιτσφελντ-Γιάκομπ (CJD) είναι μια εκφυλιστική ασθένεια του νευρικού συστήματος που εκδηλώνεται αυθόρμητα σε ηλικιωμένα άτομα. Αντίθετα, η νέα ποικιλία της νόσου (variant CJD ή VCJD) προσβάλλει άτομα σχετικά μικρής ηλικίας.
H vCJD αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά στη Βρετανία το 1996. Πιστεύεται ότι είναι το ανθρώπινο αντίστοιχο της σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας των βοοειδών (BSE) και πιθανότατα μεταδίδεται από την κατανάλωση κρέατος μολυσμένου με παθογόνες πρωτεΐνες οι οποίες ονομάζονται πρίον.
Και στις δύο περιπτώσεις, οι εγκέφαλοι των ασθενών εμφανίζουν ορατές αλλοιώσεις που οδηγούν τελικά στο θάνατο.
Στη Βρετανία, τη χώρα που επλήγη χειρότερα από τη νόσο των «τρελών αγελάδων», οι επιβεβαιωμένοι ή πιθανοί θάνατοι από CJD είναι 170, ενώ τέσσερα άτομα που παραμένουν εν ζωή είναι πιθανό να πάσχουν από την ασθένεια.
Σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, μέχρι το 2002 είχαν αναφερθεί επιπλέον έξι περιστατικά στη Γαλλία και από ένα σε Καναδά, Ιρλανδία, Ιταλία και ΗΠΑ.
Τα επιβεβαιωμένα κρούσματα είναι λίγα, ωστόσο οι επιστήμονες εκτιμούν ότι η περίοδος επώασης της νόσου μπορεί να φτάνει και τα 50 χρόνια, και ο αριθμός των ανθρώπων που φέρουν τις παθογόνες πρωτεΐνες πρίον παραμένει σήμερα άγνωστος.
Στη νέα μελέτη, με επικεφαλής τον Τζον Κόλιντζ του University College του Λονδίνου εξέτασε 190 δείγματα αίματος, τα οποία προήλθαν από 21 ασθενείς με vCJD, 27 με τη σποραδική μορφή CJD, 42 με άλλες νευρολογικές ασυένειες και 100 υγιή άτομα.
Η εξέταση αναγνώρισε 15 από τα 21 δείγματα vCJD, αναλογία που δίνει ακρίβεια 71,4%. Δεν υπήρξαν ψευδώς θετικά αποτελέσματα.
«Αν και απαιτούνται περαιτέρω, μεγάλες έρευνες για την επιβεβαίωση της αποτελεσματικότητας, [το νέο τεστ] προσφέρει την καλύτερη ελπίδα μέχρι σήμερα για την επιτυχή έγκαιρη διάγνωση της ασθένειας» δήλωσε ο Γκράαμ Τζάκσον, μέλος της ομάδας.