Για την κλιμάκωση της ρατσιστικής βίας και την συγκάληψη της βίας αλλά και για την ανοχή της Αστυνομίας και της Χρυσής Αυγής, όπως υποστηρίζουν, κατέθεσαν ερώτηση στον υπουργό Δημόσιας Τάξης, Νίκο Δένδια, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, Βασιλική Κατριβάνου και Δημήτρης Τσουκαλάς.
Στην ερώτησή τους αναφέρονται σε περιστατικό που έχει συμβεί στο Περιστέρι όταν άτομα επιτέθηκαν σε σπίτι μεταναστών στο Περιστέρι.
Αναφέρεται η ερώτηση:
«Το βράδυ της 25ης Ιανουαρίου 2013 στο Περιστέρι, ομάδα εφτά ατόμων, που σύμφωνα με σοβαρές ενδείξεις ανήκουν στη νεοναζιστική Χρυσή Αυγή, επιτέθηκαν σε σπίτι μεταναστών από το Πακιστάν, τρομοκρατώντας τους ενοίκους, κλέβοντας χρήματα και αφαιρώντας αντικείμενα αξίας.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με ανακοίνωση αντιρατσιστικής κίνησης που δημοσιεύτηκε στο Διαδίκτυο, οι δράστες, οι οποίοι ήταν οπλισμένοι με ρόπαλα, μαχαίρια και σφυριά, ανάγκασαν τους ενοίκους να κλειδωθούν σε ένα από τα δωμάτια του σπιτιού για να προφυλαχθούν, και αφού τους πέταξαν πέτρες και άλλα αντικείμενα, επιχείρησαν να παραβιάσουν τα παράθυρα. Μπαίνοντας τελικά στο σπίτι από την πίσω πόρτα, σύμφωνα πάντα με την καταγγελία, έκλεψαν έναν φορητό υπολογιστή, ένα κινητό τηλέφωνο και το χρηματικό ποσό των 40 ευρώ.
Έπειτα από κλήση προς το τηλέφωνο που κλάπηκε, ο ένας από τους δράστες της επίθεσης και της κλοπής δήλωσε κατ’ επανάληψη μέλος της Χρυσής Αυγής και απείλησε τα θύματα για τη ζωή τους.
Το γεγονός μιας ακόμα ρατσιστικής επίθεσης, και μάλιστα λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του 27χρονου Σαχτζάτ Λουκμάν, που επίσης συνδέεται με τη Χρυσή Αυγή, είναι αυτοτελώς εξαιρετικά ανησυχητικό. Πολύ δε περισσότερο αν, σε όσα συνέβησαν, συνυπολογιστεί η προκλητική στάση των αστυνομικών οργάνων που κλήθηκαν στο σημείο του συμβάντος. Σύμφωνα με την καταγγελία, αν και αυτήκοοι μάρτυρες των απειλών (οι οποίες εξάλλου έχουν ηχογραφηθεί), οι αστυνομικοί δήλωσαν στους παθόντες ότι «δεν γίνεται να ενοχλούνται τόσες φορές για ένα συμβάν», η δε απροθυμία τους να καταγράψουν το περιστατικό ως ρατσιστική επίθεση υπήρξε κατάδηλη. Όχι μόνο συνέστησαν, λοιπόν, στους ενοίκους να κάνουν μήνυση απλώς για κλοπή, να παραβλέψουν δηλαδή την επίθεση και τις απειλές κατά της ζωής τους, αλλά τους ζήτησαν επιπλέον να είναι «πιο προσεκτικοί στον τρόπο που καταγγέλλουν τις ρατσιστικές επιθέσεις».
Επειδή από το καλοκαίρι του 2012 και επί υπουργίας του κ. Δένδια η ρατσιστική βία έχει καταστεί ανεξέλεγκτη –είτε πρόκειται για οργανωμένες ομάδες «αγνώστων», είτε για βουλευτές της Χρυσής Αυγής που βιντεοσκοπούν ανάλογα περιστατικά, είτε για όργανα της τάξης στο πλαίσιο επιχειρήσεων (βλ., μεταξύ άλλων, δημοσιεύματα του BBC για τον «Ξένιο Δία») ή, τέλος, για τη διαδικασία σύλληψης και κράτησης μεταναστών (βλ., ενδεικτικά, ερώτηση βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ αρ.πρ. 5356/20.12.2012).
Επειδή παρά το πλήθος των καταγεγραμμένων κρουσμάτων, και παρά τη διεθνή κατακραυγή που αυτά έχουν προκαλέσει κατά των ελληνικών Αρχών (από δημοσιεύματα ξένων ΜΜΕ και ανακοινώσεις οργανισμών όπως η Διεθνής Αμνηστία, μέχρι την ταξιδιωτική οδηγία που εξέδωσε το Νοέμβριο η αμερικανική πρεσβεία), τουλάχιστον μέχρι τις 21.1.2013 δεν είχαν λειτουργήσει καν τα Γραφεία για την Αντιμετώπιση της Ρατσιστικής Βίας.
Επειδή τα Γραφεία αυτά πρακτικά αφήνουν έκθετους στη ρατσιστική βία τους μετανάστες χωρίς χαρτιά, αφού σε ενδεχόμενη καταγγελία το θύμα θα βρίσκεται υπό απέλαση, και επειδή το προσωπικό των εν λόγω Γραφείων είναι ακόμα ανεκπαίδευτο σύμφωνα με τον ίδιο τον Αρχηγό της ΕΛΑΣ (δηλώσεις 21.1.2013), μολονότι η σύσταση των Γραφείων έχει αναγγελθεί ήδη από τον Αύγουστο του 2012.
Επειδή πέρα από την έλλειψη εκπαίδευσης των αστυνομικών όσον αφορά την αντιμετώπιση της ρατσιστικής βίας, η καθημερινή εμπειρία προδίδει επίσης το φαινόμενο της συστημικής διασύνδεσης της Χρυσής Αυγής με τμήματα της Αστυνομίας, φαινόμενο που ο υπουργός επισήμως αρνείται (βλ. συνέντευξη στο UNFOLLOW, Νοέμβριος 2012), πλην όμως αυτό έχει δηλωθεί από προκατόχους του, καταγράφεται δε συστηματικά τουλάχιστον από τα τέλη του ’90 μέχρι και σήμερα (βλ. ενδεικτικά: «Τα κάτω άκρα της αστυνομίας, Ελευθεροτυπία 27.9.1998∙ δηλώσεις Μ. Χρυσοχοϊδη, Τα Νέα 17.4.2004∙ «Ακροδεξιά οργάνωση στους κόλπους της αστυνομίας», tvxs 7.3.2009∙ «Η Χρυσή Αυγή έχει παρεισφρήσει στην ελληνική αστυνομία, υποστηρίζει ανώτατος αξιωματικός», Guardian 26.10.2012), και προφανώς σχετίζεται με την άσκηση ρατσιστικής βίας και την απροθυμία να καταγραφούν αξιόποινες πράξεις ως κρούσματα ρατσιστικής βίας.
Επειδή οι επανειλημμένες προειδοποιήσεις του υπουργού ότι «Τάγματα Εφόδου δεν θα γίνουν ανεκτά» ουδόλως επηρέασε τη δράση των τελευταίων, που εξακολουθούν να βιαιοπραγούν ανεξέλεγκτα, την ίδια στιγμή δε, στελέχη της ΝΔ απευθύνουν εκκλήσεις προς «τη βάση της Χρυσής Αυγής» και διεθνείς οργανισμοί όπως το European Grassroot Antiracist Movement (ΕGAM) καταγγέλλουν το «διπλό παιχνίδι του Έλληνα πρωθυπουργού με τον νεοναζισμό και την απαράδεκτη υποστήριξη στην Χρυσή Αυγή», οι βουλευτές ρωτούν τον αρμόδιο πρωθυπουργό, πότε πρόκειται να εκπαιδευτούν οι αστυνομικοί των Γραφείων Αντιμετώπισης Ρατσιστικής Βίας, βάσει ποιου προτύπου και από ποιους φορείς αλλά και ποιο θα είναι το περιεχόμενο της εκπαίδευσής του.
Θέλουν ακόμη να μάθουν εάν θα θεσπιστεί ανεξάρτητο όργανο για τον έλεγχο της αστυνομικής βίας και της αυθαιρεσίας. Ζητούν να μάθουν πως πρόκειται να προστατευτούν οι ομάδες-στόχοι (μετανάστες, Ρομά, ΛΟΑΤ άτομα που στοχοποιούνται λόγω ταυτότητας φύλου).
Σημειώνουν ακόμη ότι επειδή πληθαίνουν οι ρατσιστικές επιθέσεις που σχετίζονται με τη Χρυσή Αυγή, πως προτίθεται να αντιμετωπίσει το υπουργείο τις «πλημμέλειες» που καταγράφονται κατά το στάδιο της προανάκρισης, από αστυνομικούς που εντέλλονται να διερευνήσουν τα σχετικά κρούσματα, με αποτέλεσμα να χάνεται κρίσιμος χρόνος και στοιχεία για τη στοιχειοθέτηση της ποινικής δίωξης με βάση το υπάρχον νομικό πλαίσιο.