Έφυγε σήμερα από τη ζωή λίγες μέρες πριν γιορτάσει τα 103α του γενέθλια ένας άνθρωπος «μνημείο» της Ευρωπαϊκής ιστορίας. Ο μπάρμπα Γιάννης Καραγεωργίου, ο άνθρωπος που πολέμησε τον ναζισμό, συνελήφθη, γλίτωσε από τα στρατόπεδα της Γκεστάπο στη Μυτιλήνη, τις φυλακές του Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη αλλά και το στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Στάϊν της Αυστρίας.
Ο άνθρωπος που έθαψε 700 από τους συντρόφους του που εκτέλεσαν τα SS στο μακελειό της 6ης Απριλίου 1946. Ο ίδιος επέζησε, πέφτοντας κάτω λίγο πριν ακουστεί το κροτάλισμα του πολυβόλου.
Ο μπάρμπα Γιάννης ήταν ο Μυτιληνιός, τελευταίος αυτόπτης μάρτυρας της ναζιστικής θηριωδίας. Και είχε καθηλώσει τους πάντες όταν στις 15 Ιανουαρίου του 2020 γιορτάζοντας τα 100 του γενέθλια με τους φίλους του στη Μυτιλήνη είχε διηγηθεί στο ΑΠΕ ΜΠΕ την ιστορία του.
Είχε αποπειραθεί τον Απρίλιο του 1942, μαζί με άλλους 19 νέους να διαφύγουν από τη Λέσβο και να πάνε στη Μέση Ανατολή. Συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στις φυλακές διαβόητης βίλας Ηλιοπούλου, της Γκεστάμπο στη Σουράδα της πόλης της Μυτιλήνης. Καταδικάστηκε μαζί με τους συντρόφους του σε πενταετή φυλάκιση. Οδηγήθηκε στις φυλακές – στρατόπεδο του Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη και από εκεί την Άνοιξη του 1944 στις φυλακές – κάτεργα στο Στάιν της Αυστρίας. Λίγες μέρες πριν τη συνθηκολόγηση της ναζιστικής Γερμανίας, τα SS εκτελούν 800 κρατούμενους των φυλακών. Τελευταία στιγμή ο Γιάννης Καραγεωργίου γλυτώνει.
Η μαρτυρία του μπάρμπα Γιάννη συγκλονιστική: «Μας πήγαν και μας στήσαν σ’ ένα τοίχο… Εγώ ήμουν …κατά τριάδες προς τη μεριά κοντά στον τοίχο, μπροστά μου ήταν άλλοι δυο… Προτού βάλει… σε 20-30 μέτρα είχε πολυβόλα, έπεσα κάτω… δίπλα στο τοίχο … και έπεσαν τα πτώματα πάνω μου… Κατάλαβα ότι δεν είχα φάει καμιά! Έκατσα εκεί πέρα μια μιάμιση ώρα… πάνω και δίπλα μου θα ‘χαν πέσει 25 πτώματα… εγώ το ψόφιο τον κοριό! Καμιά φορά φέρανε μια άλλη παρτίδα να σκοτώσουν… αλλά ήταν Ιταλοί εργάτες που είχαν χαρτιά… δεν τους σκότωσαν… αλλά και δε τους διώξανε… Τους έδωσαν ανά δυο μια κουβέρτα και τους σκοτωμένους τους πέραναν αποδώ και τους πήγαιναν 20 μέτρα πιο πέρα για ν’ ανοίξουν τάφους. Καμιά φορά ήρθε κι η δική μου η σειρά … πιάσαν με έβαλαν σε μια κουβέρτα… σηκώθηκα κι εγώ πάνω στο κώλο μου κι έκατσα. Κοίταξα πλάγια μου αν υπάρχει Γερμανός να με δει… δεν ήταν κανένας. Λέω στους Ιταλούς γερμανικά ρούλεν, θα πει μη μιλάς… πήγα κι εγώ κι έπιασα την άκρη μιας κουβέρτας… κι ευτυχώς που από την αποθήκη πήρα τα ρούχα. Δε σας το είπα ότι όταν ήρθαμε στις φυλακές δώσαμε τα ρούχα μας, τα έβαλαν σ΄ ένα κουτί και μας έδωσαν τα ρούχα της φυλακής (ριγωτές φόρμες) αλλά επειδή η αποχώρησή μας από τις φυλακές έγινε άτακτα – που να βρω το δικό μου !!! – πήγα και πήρα ένα άλλο κουτί… Είχε μέσα ένα καφέ κουστούμι, πέταξα τα ρούχα της φυλακής κι έβαλα το καφέ κουστούμι… Είχε κάτι αίματα επάνω τα σκούπισα λίγο, καφέ ήταν δε φαινόταν πολύ… πιάσα κι εγώ, είπα στους Ιταλούς μη μιλάτε να δούμε τι θα γίνει… σήκωνα κι εγώ και τους πηγαίναμε κει που θ’ άνοιγαν τάφους… Συνάμα σκότωναν αράδα… καμιά φορά έρχεται ένας μ’ ένα χάρακα και σημαδεύει δυο τάφους τρία επί τέσσερα μέτρα και λέει τρία μέτρα ερούντα- θα πει τρία μέτρα κάτω… Μας πήγε σε μια αποθήκη, μας δίν’ κασμά και φτιάρ’. Αρπώ ιγώ μια κασμαδάρα… Αλλά πάντα το κεφάλι κάτω, να μη με βλέπουν… Οι Ιταλοί γελούσαν… τους λέω μη γελάτε. Τελικά σκάβαμε… όλη τη μέρα σκοτώναν… σκοτώσαν κάπου 700 νομάτοι. Συνάμα εγώ όταν ανοίξαμε τους τάφους κατέβηκα κάτω… Μια πατουσά ανθρώπ’, πώς παστώνουν τσ’ σαρδέλις, μια πατουσά χώμα, μια πατουσά ανθρώπ’, μια πατουσά χώμα… Να μη τα πολυλογούμε πιτάξαν καμιά 700 ανθρώπ’ μέσα στους δυο λάκκους… Εγώ πάντα μέχρι το βράδι πάστουνα… σα τσ’ σαρδέλις… Όταν ο λάκκος έφτασε μισό μέτρο από το έδαφος, φέρανε φορτηγά ασβέστη – και τον σβήσαν από πάνω… Ξέρεις γιατί; Για να μη βρωμά… όπως έμαθα αργότερα. Και τους θάψαμε λοιπόν τσ’ ανθρώπ’… Μας ξαναπάν πάλι στα κελιά… Μετά από δυο μέρες μας πήραν από τις φυλακές, μας βάλαν σ’ ένα σαπιοκάραβο του Δουνάβεως και μας πήγαν απ’ την Αυστρία στη Βαυαρία… σ΄ ένα χωριό που το λέν’ Μπερνάου…».
Από την παρέα των 20 νεαρών που θέλανε να πολεμήσουν τους Ναζί στη Μυτιλήνη επέστρεψαν οι 14. Ο μπάρμπα Γιάννης ήταν ο τελευταίος που έζησε ως τις μέρες μας.