Το να ακούς από το στόμα ενός 100χρονου το πώς έφτασε από το στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Στάϊν της Αυστρίας, στη Μυτιλήνη σε καθηλώνει. Το να τον ακούς όμως πώς έθαψε τους 700 συντρόφους του που εκτελέστηκαν δίπλα του εκείνη την 6η Απριλίου του 1945 και το πώς αυτός επέζησε πέφτοντας κάτω λίγο πριν ακουστεί το κροτάλισμα του πολυβόλου αποτελεί ένα πραγματικό μάθημα. Μάθημα για τη θηριωδία του Ναζισμού.
Κι ο μπάρμπα Γιάννης Καραγεωργίου που σήμερα γιόρτασε στη Σκάλα των Μυστεγνών με τους φίλους του, του «Φίλους της ιστορικής μνήμης και της πολιτιστικής δημιουργίας» τα 100α του γενέθλια είναι ένα πραγματικό μνημείο ανθρωπιάς που νίκησε τη ναζιστική θηριωδία. Είναι η ζωντανή μαρτυρία της θηριωδίας του πολέμου, της θηριωδίας του Ναζισμού.
Τον Απρίλιο του 1942 ο Γιάννης Καραγεωργίου με τον αδελφό του Λάμπρο από το Σκαλοχώρι της Λέσβου μαζί με άλλους 18 νέους από το βορειοδυτικό τμήμα του νησιού αποφασίζουν να διαφύγουν και να πάνε στη Μέση Ανατολή για να πολεμήσουν τον Άξονα. Στο εκκλησάκι του Αγίου Φωκά όπου έψαχναν μέσο για να αναχωρήσουν συλλαμβάνονται από τους Γερμανούς και μεταφέρονται στις φυλακές της Γκεστάμπο στη Σουράδα.
Μια επιστολή στα πράγματα ενός από τους συλληφθέντες που απευθύνεται σε αξιωματικό που υπηρετεί στη Μέση Ανατολή αποτελεί το υλικό στη βάση του οποίου οι 20 νέοι καταδικάζονται σε πενταετή φυλάκιση. Οδηγούνται στις φυλακές – στρατόπεδο του Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη όπου δυο χάνουν τη ζωή τους από τις κακουχίες. Τον Απρίλιο του 1944 μεταφέρονται σε φυλακές – κάτεργα στο Στάϊν της Αυστρίας. Λίγες μέρες πριν τη συνθηκολόγηση της ναζιστικής Γερμανίας τα SS εκτελούν 800 κρατούμενους των φυλακών. Ανάμεσα τους και τέσσερις από τους 18 Μυτιληνιούς.
Τελευταία στιγμή ο Γιάννης Καραγεωργίου γλυτώνει. Η αφήγηση του σήμερα λίγο αφότου έσβησε τα κεριά της τούρτας των 1οοων του γενεθλίων συγκλονίζει:
«Μας πήγαν και μας στήσαν σ΄ένα τοίχο… Εγώ ήμουν …κατά τριάδες προς τη μεριά – κοντά στον τοίχο, μπροστά μου ήταν άλλοι δυο… Προτού βάλει… σε 20-30 μέτρα είχε πολυβόλα, έπεσα κάτω… δίπλα στο τοίχο … και έπεσαν τα πτώματα πάνω μου… Κατάλαβα ότι δεν είχα φάει καμιά! Έκατσα εκεί πέρα μια μιάμιση ώρα… πάνω και δίπλα μου θάχαν πέσει 25 πτώματα… εγώ το ψόφιο το κοριό! Καμιά φορά φέρανε μια άλλη παρτίδα να σκοτώσουν… αλλά ήταν Ιταλοί εργάτες που είχαν χαρτιά… δεν τους σκότωσαν… αλλά και δε τους διώξανε… Τους δώσαν ανά δυο μια κουβέρτα και τους σκοτωμένους τους πέραναν αποδώ και τους πήγαιναν 20 μέτρα πιο πέρα για ν’ ανοίξουν τάφους. Καμιά φορά ήρθε κι η δική μου η σειρά … πιάσαν με βάλαν σε μια κουβέρτα… σηκώθηκα κι εγώ πάνω στο κώλο μου κι έκατσα. Κοίταξα πλάγια μου αν υπάρχει Γερμανός να με δει… δεν ήταν κανένας. Λέω στους Ιταλούς γερμανικά ρούλεν, θα πει μη μιλάς… πήγα κι εγώ κι έπιασα την άκρη μιας κουβέρτας… κι ευτυχώς που από την αποθήκη πήρα τα ρούχα. Δε σα το είπα ότι όταν ήρθαμε στις φυλακές δώσαμε τα ρούχα μας, τάβαλαν σ΄ένα κουτί και μας έδωσαν τα ρούχα της φυλακής (ριγωτές φόρμες) αλλά επειδή η αποχώρησή μας από τις φυλακές έγινε άτακτα – που να βρω το δικό μου !!!- πήγα και πήρα ένα άλλο κουτί… Είχε μέσα ένα καφέ κουστούμι, πέταξα τα ρούχα της φυλακής κι έβαλα το καφέ κουστούμι… Είχε κάτι αίματα επάνω τα σκούπισα λίγο, καφέ ήταν δε φαινόταν πολύ… πιάσα κι εγώ – είπα στους Ιταλούς μη μιλάτε να δούμε τι θα γιν’… σήκωνα κι εγώ και τους πηγαίναμε κει που θ’ άνοιγαν τάφους… Συνάμα σκοτώναν αράδα… καμιά φορά έρχεται ένας μ’ ένα χάρακα και σημαδεύει δυο τάφους τρία επί τέσσερα μέτρα και λέει τρία μέτρα ερούντα- θα πει 3 μέτρα κάτω… Μας πήγε σε μια αποθήκη, μας δίν’ κασμά και φτιάρ’. Αρπώ ιγώ μια κασμαδάρα… Αλλά πάντα το κεφάλι κάτω, να μη με βλέπουν… Οι Ιταλοί γελούσαν… τους λέω μη γελάτε. Τελικά σκάβαμε… όλη τη μέρα σκοτώναν… σκοτώσαν κάπου 700 νομάτοι. Συνάμα εγώ όταν ανοίξαμε τους τάφους κατέβηκα κάτω… Μια πατουσά ανθρώπ’, πώς παστώνουν τσ’ σαρδέλις, μια πατουσά χώμα, μια πατουσά ανθρώπ’, μια πατουσά χώμα… Να μη τα πολυλογούμε πιτάξαν καμιά 700 ανθρώπ’ μέσα στους 2 λάκκους… Εγώ πάντα μέχρι το βράδι πάστουνα… σα τσ’ σαρδέλις… Όταν ο λάκκος έφτασε μισό μέτρο από το έδαφος, φέρανε φορτηγά ασβέστη – και τον σβήσαν από πάνω… Ξέρεις γιατί; Για να μη βρωμά… όπως έμαθα αργότερα. Και τους θάψαμε λοιπόν τσ’ ανθρώπ’… Μας ξαναπάν πάλι στα κελιά… Μετά από δυο μέρες μας πήραν από τις φυλακές, μας βάλαν σ’ ένα σαπιοκάραβο του Δουνάβεως και μας πήγαν απ’ την Αυστρία στη Βαυαρία… σ΄ ένα χωριό που το λέν’ Μπερνάου…».
Από την παρέα των 20 νεαρών που θέμαν να πολεμήσουν τους Ναζί στη Μυτιλήνη επέστρεψαν οι 14. Ο μπάρμπα Γιάννης 100 χρονών σήμερα γιόρτασε τα γενέθλια του. «Άντε να δούμε τι θα γιν’…» έλεγε και ξανάλεγε χαμογελώντας. Ακόμα κι όταν μίλησε μέσω βιντεοκλήσης στο κινητό με τις κόρες του στην Αυστραλία.
«Και του χρόνου. Χιλιόχρονος τον αποχαιρετήσαμε. ‘Υψωσε το ποτήρι με το κρασί. «Στο καλό. Να δούμε τι θα γιν’…» ξαναείπε. Όπως τότε. Στον τοίχο στο Στάϊν.
Πηγή: stonisi.gr