Ο θάνατος του Σταμάτη Κόκοτα γέμισε με θλίψη τον καλλιτεχνικό κόσμο.Ο σπουδαίος τραγουδιστής πέθανε πέθανε στο Ασκληπιείο Βούλας μετά από ραγδαία επιδείνωση της υγείας του. Τα τελευταία χρόνια έδινε μάχη με τον καρκίνο.
Είχε τεράστια επιτυχία κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1960 και 1970 και είχε συνεργαστεί με σημαντικούς Έλληνες συνθέτες της εποχής.
Ένα τραγούδι, που θεωρείται από πολλούς το καλύτερό του, είναι το «Γιε μου» που έγραψε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος σε μουσική του Απόστολου Καλδάρα.
Ήταν το τραγούδι που κυκλοφόρησε το 1977 και έδωσε νέα ώθηση στην καριέρα του Σταμάτη Κόκοτα και εκείνο που έκανε αμέτρητους άνδρες να κλαίνε στο άκουσμά του, όταν το ερμήνευε στα μαγαζιά που εμφανιζόταν.
Πολλοί θεώρησαν τότε πως το τραγούδι είναι αφιερωμένο στον Αλέξανδρο, γιο του Αριστοτέλη Ωνάση, ο οποίος χάθηκε σε νεαρή ηλικία όταν έπεσε το αεροπλάνο του.
Άλλωστε, ο Σταμάτης Κόκοτας υπήρξε αδελφικός φίλος με τον Αριστοτέλη Ωνάση.
Σε συνέντευξή του μάλιστα είχε αποκαλύψει ότι ο Ωνάσης είχε στεναχωρηθεί τόσο πολύ με τον θάνατο του γιού του και ήταν μια περίοδος που δεν ήθελε να δει άνθρωπο.
Ωστόσο ο Σταμάτης Κόκοτας σε συνέντευξή του στην ΕΡΤ είχε ξεκαθαρίσει πως το συγκεκριμένο τραγούδι γράφτηκε για άλλη ιστορία, εξίσου πονεμένη και συγκινητική.
«Το τραγούδι γράφτηκε για ένα πατέρα με ναρκομανή γιο. Τότε, τέλη δεκαετίας ’70, άρχισε να μπαίνει η πρέζα στη ζωή μας. Και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος τα λέει όλα εδώ… Είσαι είκοσι χρονών κι όμως γερνάς… Γιε μου, είν’ οι άνθρωποι απάνθρωποι καλέ μου, οι αρχόντοι είν’ εμπόροι του πολέμου και γελούν όταν το δάκρυ μας κυλά. Ως κι οι φίλοι σου χαρήκανε, Θεέ μου που ’χεις πέσει τώρα τόσο χαμηλά».
«Σε τουρνέ μου στην Αμερική, που έλεγα το «Γιε μου» και πήγε κάποιος ν’ ανάψει το τσιγάρο του -από πόνο, επειδή είχε χάσει το παιδί του- με αποτέλεσμα να πάρουν τα μαλλιά μου φωτιά και ο μπουζουξής να τραβάει το τραπεζομάντιλο για να τη σβήσει», είχε, επίσης, περιγράψει.
Διαβάστε τους στίχους του τραγουδιού
Γιε μου, είν ο πόνος μου αβάσταχτος καλέ μου
που σε βλέπω σαν ξερόφυλλο του ανέμου
στη ζωή κυνηγημένος να γυρνάς
Γιε μου, δεν τον άκουσες τον δόλιο σου πατέρα
παρασύρθηκες και μέρα με τη μέρα
είσαι είκοσι χρονών κι όμως γερνάς
Γιε μου, τι περιμένεις, πε μου
σ έναν δρόμο λασπωμένο
θα σαι πάντα σα δεντρί ξεριζωμένο
δίχως μοίρα, δίχως ήλιο κι ουρανό
Γιε μου, τον καημό μου συλλογίσου
γύρνα σπίτι να γλυκάνω την πληγή σου
γιε μου, γιε μου, πώς πονώ
Γιε μου, είν οι άνθρωποι απάνθρωποι καλέ μου
οι αρχόντοι είν εμπόροι του πολέμου
και γελούν όταν το δάκρυ μας κυλά
Γιε μου, μην πιστεύεις σε κανέναν ακριβέ μου
ως κι οι φίλοι σου χαρήκανε, Θεέ μου
που χεις πέσει τώρα τόσο χαμηλά