Μια από τις πρώτες εικόνες που άρχισαν να έρχονται από τον πόλεμο στην Ουκρανία ήταν οι πολίτες των πόλεων και των χωριών να περνούν ένα μεγάλο μέρος της νέας τους καθημερινότητας στα καταφύγια και τους υπόγειους χώρους του μετρό. Οι δυνατές εικόνες που στέλνουν στον έξω κόσμο οι φωτορεπόρτερ από το πεδίο του πολέμου έχουν αποτυπώσει γεννήσεις μέσα στα καταφύγια αλλά και μεταφορά ολόκληρων παιδιατρικών νοσοκομείων εκεί.
Κάπως έτσι, αναρωτηθήκαμε αν στη χώρα μας διαθέτουμε καταφύγια και αν ναι, πού βρίσκονται; Είναι παλιά ή σύγχρονα; Μπορούν να χρησιμοποιηθούν ή όχι; Υπάρχει πλάνο χρησιμοποίησης τους αν ο μη γένοιτο καταστεί η ανάγκη;
Πολλές από αυτές τις ερωτήσεις μας τις απάντησε ο ερευνητής Κωνσταντίνος Κυρίμης, ο οποίος πριν από δύο χρόνια μας είχε ξεναγήσει νοητά και σε κάποια από τα υπόγεια καταφύγια που διαθέτει η Αττική. Ο Κωνσταντίνος εργάζεται ως αναλυτής συστημάτων πληροφορικής αλλά η εξερεύνηση και η καταγραφή των καταφυγίων είναι το πάθος του.
Ο ίδιος είναι επίσης λάτρης της Ιστορίας και εδώ και 15 χρόνια ξεκοκαλίζει τον Τύπο της εποχής των πολέμων. Η ενασχόλησή του με τα καταφύγια ξεκίνησε το 2012. Πολύ γρήγορα, ο ίδιος διαπίστωσε ότι τα καταφύγια της Αττικής ήταν πολύ σημαντικά την εποχή που κατασκευάστηκαν, αλλά ότι δεν υπήρχε ούτε ένα βιβλίο που να τα έχει καταγράψει.
Όπως μας εξήγησε το μόνο που συντηρείται ανελλιπώς είναι αυτό στην οδό Κοραή 4, όχι όμως με την ιδιότητα του καταφυγίου, αλλά ως χώρος κράτησης των Γερμανών και άρα χώρος ιστορικής μνήμης. Σύμφωνα με τον κο Κυρίμη, όλοι οι κάτοικοι της Αττικής έχουμε περπατήσει πάνω από ένα καταφύγιο ή έχουν προσπεράσει μια πόρτα που οδηγεί σε κάποιο, απλώς δεν το γνωρίζουν.
Δίνοντας μας ένα στίγμα που βρίσκονται τα περισσότερα από τα καταφύγια της Αττικής εξηγεί πως όσο πιο πολύ πλησιάζουμε προς το κέντρο της Αθήνας και σε σημαντικές υποδομές- υπουργεία, κυβερνητικά κτίρια, Βουλή κ.α-. τόσο πιο πολύ πληθαίνουν και τα καταφύγια. Στον Λυκαβηττό μάλιστα, υπάρχει ένα τεράστιο -στρατιωτικών προδιαγραφών- καταφύγιο γύρω στα 400 τετραγωνικά μέτρα με δαιδαλώδεις στοές. Εκεί λειτουργούσε από το 1936 το Κέντρο Συναγερμού και Αεράμυνας. Και υπάρχει και άλλο εντυπωσιακό καταφύγιο: «μόλις 50 μέτρα από την πλατεία Συντάγματος, το οποίο έχει 27 θαλάμους!» όπως μας λέει ο κος Κυρίμης και συνεχίζει: «Ανήκει στο Μετοχικό Ταμείο Ναυτικού. Θυμάμαι πως η εξερεύνηση του ήταν περιπετειώδης. Την πρώτη φορά που φτάσαμε εκεί εμφανίστηκε ένας φύλακας κρατώντας μια “μπάλα” με κλειδιά στα χέρια του. Έπρεπε να δώσουμε δύο ακόμα ραντεβού για να ξεκλειδώσουν όλες οι πόρτες, καθώς στις δύο πρώτες απόπειρες, πάντα κάποια πόρτα παρέμενε σφραγισμένη».
Η παλιά πόλη κάτω από την πόλη
Ο κος Κυρίμης θυμάται τις δυσκολίες που συνάντησε όταν ξεκίνησε να καταγράφει με μεγάλη ζέση τα καταφύγια της Αττικής: «Άρχισα να τα εξερευνώ μόνος μου ως ιδιώτης, χτυπώντας διαρκώς πόρτες σε ιδιοκτήτες και διαχειριστές κτιρίων ή εγκαταστάσεων, για να πάρω άδεια εισόδου. Απαιτείτο πολύ προσπάθεια για να τους πείσω για τις προθέσεις μου. Αφού ξεκίνησα την έρευνα μου και άρχισα τη συστηματική καταγραφή, κάποια στιγμή με προσέγγισε η “Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού” για να μου ζητήσει να συνεργαστούμε στο κομμάτι της Πολιτικής Προστασίας, όπως εφαρμοζόταν τις δεκαετίες ‘30, ‘40 και ‘50. Έτσι, σε συνεργασία μαζί τους φτιάχτηκαν και δύο τόμοι αυτής της ιστορικής καταγραφής, με τον πρώτο να έχει ήδη κυκλοφορήσει και τον δεύτερο να είναι υπό έκδοση».
Όπως αρχίζει να μας ξεδιπλώνει την ιστορία τους, ο κος Κυρίμης, μας εξηγεί πως τα πρώτα καταφύγια φτιάχνονται την περίοδο 1936- 1940 ενώ πολλά έφτιαξαν και οι Γερμανοί από το 1942 μέχρι το 1944, για δική τους προστασία.
Μια μικρογραφία αυτού που συνέβαινε με τα καταφύγια στην Αττική ίσχυε και στις άλλες ελληνικές πόλεις που είχαν μεγάλη συγκέντρωση πληθυσμού ή σημαντικές υποδομές, λιμάνια κτλ. Έτσι, καταφύγια μπορούμε να βρούμε και στη Θεσσαλονίκη, στο Βόλο, στην Πάτρα αλλά και στην Κέρκυρα λόγω εγγύτητας με την Ιταλία, βεβαίως πολύ λιγότερα και όχι τόσο εντυπωσιακά όσο αυτά της Αθήνας. Στο Αγρίνιο έχει γίνει επισκέψιμο το αντίστοιχο πολεμικό καταφύγιο όπως και στον Αδαμάντα στην Μήλο, ενώ σύμφωνα με τον Κυρίμη και στη Πάτρα σκέφτονται να κάνουν επισκέψιμο το αντίστοιχο δικό τους. Όσο για τα δημόσια καταφύγια, τα οικοιοποιήθηκε μεταπολεμικά το κράτος και τα ενέταξε στο σύστημα Πολιτικής Προστασίας.
Καταφύγια φτιάχνονταν μέχρι και το 1956. Για το νούμερό τους δεν υπάρχει ακριβής αναφορά- μόνο μια τάξη μεγέθους μας βοηθούν να πάρουμε οι ιστορικές αναφορές. Όπως λέει ο κος Κυρίμης: «Ο Παπάγος στα απομνημονεύματα του κάνει λόγο για 400 δημόσια καταφύγια. Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε και όλα τα καταφύγια που έφτιαξαν οι ιδιώτες μετά από αναγκαστικό νόμο του 1936. Βάση αυτού του νόμου, απαγορευόταν να χτιστεί κτίριο από τρεις ορόφους και πάνω αν δεν υπήρχε πρόβλεψη για καταφύγιο. Η άρση αυτού του κανονισμού έγινε το 1956 αλλά εντωμεταξύ είχαν δημιουργηθεί 5.000 με 6.000 καταφύγια σε πολυκατοικίες και εκατοντάδες άλλα σε βιομηχανίες, εργοστάσια, κ.λπ.
Δημοσιεύματα σε εφημερίδες του 1940, κάνουν λόγο για «12.000 καταφύγια στην Αθήνα». Αυτός ο τεράστιος αριθμός δεν αντικατοπτρίζει φυσικά την αληθινή εικόνα, μιας και αρκετά από αυτά ήταν απλώς υπόγεια ή ακόμα και σπηλαιώματα που μετασκευάστηκαν σε καταφύγια (καταφύγια εκ-διασκευής, όπως ονομάζονταν τότε). Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν και το παλιό «τσιμεντάδικο» της ΑΓΕΤ – Ηρακλής στην Δραπετσώνα, το οποίο πριν ξεκινήσει ο πόλεμος τροποποιήθηκε σε καταφύγιο. Συνεπώς τα 12.000 που προανέφερα ήταν χώροι προσφυγής του κοινού».
Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τον κο Κυρίμη, οι προδιαγραφές τους μέχρι και το 1940 ήταν πολύ αυστηρές ενώ ταυτόχρονα υπήρχαν «Αγήματα Παθητικής Αεράμυνας» (διαθέτοντας συνεργεία αποκατάστασης βλαβών, συνεργεία απεγκλωβισμού, συνεργεία τραυματιοφορέων και συνεργεία ανίχνευσης/εξουδετέρωσης χημικών ουσιών) τα οποία έδρευαν στα κατά τόπους αστυνομικά τμήματα. Υπήρχε (επίσημα θεσπισμένος) μέγιστος χρόνος παραμονής σε ένα καταφύγιο. Αυτός ήταν τρεις ώρες και θεωρείτο ότι επαρκούσε για την προσφυγή στο καταφύγιο, την παραμονή κατά τον βομβαρδισμό και τυχόν χρόνο για απεγκλωβισμό σε περίπτωση έμφραξης της εισόδου. Όλα γίνονταν βάσει των υφισταμένων κανόνων και όλος ο πληθυσμός συμμετείχε υποχρεωτικά σε ασκήσεις αεράμυνας. Με δύο λόγια, οι Έλληνες τότε ήξεραν και που να πάνε και πως να συμπεριφερθούν σε ώρα ανάγκης προφύλαξης.
Παρά την προαναφερθείσα άριστη οργάνωση γύρω από τη χρήση τους, η προσφυγή στα καταφύγια δεν ισοδυναμούσε πάντα και με σωτηρία της ζωής. Όπως εξιστορεί ο κος Κυρίμης: «τον Ιανουάριο του 1944 όταν βομβάρδισαν οι σύμμαχοι τον Πειραιά και η επίσημη κρατική αεράμυνα απουσίαζε, αφού βρισκόμασταν στην περίοδο της Κατοχής, χτυπήθηκε ένα καταφύγιο που άνηκε στην “Ηλεκτρική Εταιρεία του Πειραιά” και στο οποίο είχαν βρει προστασία περίπου 75 μαθήτριες της Οικοκυρικής Σχολής μαζί με τις δασκάλες τους. Το καταφύγιο άντεξε αλλά η πολυκατοικία από πάνω του γκρεμίστηκε φράζοντας την έξοδο. Οι κάτοικοι προσπαθούσαν με χέρια και με γκασμάδες να ανοίξουν μια τρύπα να βγάλουν έξω τους εγκλωβισμένους αλλά λίγο πριν τα καταφέρουν έλαβε χώρα και δεύτερος βομβαρδισμός και αποτελείωσε την κατάσταση. Εκείνες οι γυναίκες και τα κορίτσια πέθαναν από ασφυξία».
Πότε άρχισε να περνάει στη λήθη η παλιά πόλη κάτω από την πόλη
Το 1956 λοιπόν, σταματά η υποχρεωτικότητα της δημιουργίας καταφυγίων σε πολυκατοικίες, αλλά όπως μας εξηγεί ο κος Κυρίμης, μέχρι τη δεκαετία του 1970 η έννοια της Πολιτικής Προστασίας με επίκεντρο τα καταφύγια, παρέμενε ιδιαίτερα ενεργή ενώ και οι επιθεωρήσεις των καταφυγίων συνεχίζονταν με εντατικό ρυθμό. Όπως μας λέει και ο ερευνητής: «Ας μην ξεχνάμε, ότι μετά τη λήξη των Παγκοσμίων Πολέμων ακολούθησε ο Ψυχρός Πόλεμος και ο κίνδυνος μιας γενικευμένης σύρραξης δεν ήταν κάτι το μη-ρεαλιστικό. Έπειτα και καθώς άρχισε να περνά η μια ειρηνική δεκαετία μετά την άλλη, αυτό το κομμάτι της μαζικής προστασίας του κοινού άρχισε να ξεχνιέται.
Σταδιακά αυτή η δεύτερη «πόλη κάτω από την πόλη», άρχισε να χάνεται όταν και πολλές από τις παλιές πολυκατοικίες και σπίτια άρχισαν να γκρεμίζονται ενώ και οι παρεμβάσεις πάνω στην επιφάνεια του δρόμου -δημιουργία πλατειών κτλ- οδήγησε πολλά από αυτά στην καταστροφή.
»Δυστυχώς, μαζί τους χάνεται και ένα κομμάτι της ιστορικής μνήμης. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αντίθετα, αυτά τα καταφύγια αξιοποιούνται τουριστικά, διοργανώνονται επισκέψεις εντός τους, ή γκαλερί και καταστήματα βρίσκουν μια θέση μέσα στα σπλάχνα τους. Στην Αττική δεν υπάρχει δυστυχώς τέτοια προσπάθεια».
Η σύγχρονη πόλη κάτω από την πόλη
Αν τελικά η φροντίδα και η προσοχή μας για εκείνα τα παλιά καταφύγια από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σταμάτησε κάπου στη δεκαετία του 1970 τι ακολούθησε έκτοτε;
Στις 18 Αυγούστου του 1981 το Ανώτατο Συμβούλιο Εθνικής Άμυνας -πρώην ΚΥΣΕΑ- αποφάσισε την υποχρεωτική κατασκευή καταφυγίων ενώ και όλα τα ανεγειρόμενα μελλοντικά κτίρια του δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, των δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών κοινής ωφέλειας έπρεπε να έχουν καταφύγιο.
Επίσης, τα πάσης φύσεως τεχνικά έργα που θα κατασκευάζονταν μελλοντικά με κονδύλια του κρατικού προϋπολογισμού, δυνάμενα κατά την κρίση του υπουργού δημοσίως τάξεως, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν παράλληλα εν καιρώ πολέμου ως καταφύγια ώστε να πληρούν αυτά τα κριτήρια. Επίσης, την ίδια περίοδο αποφασίστηκε η θέσπιση οικονομικών και διοικητικών κινήτρων προκειμένου να ενθαρρυνθεί ο ιδιωτικός τομέας για να κατασκευάζονται υπόγειοι χώροι με κριτήρια καταφυγίων. Ο δε καθορισμός των απαιτήσεων ασφαλείας και των τεχνικών προδιαγραφών είχε ανατεθεί στο υπουργείο Δημοσίων Έργων.
Τον Δεκέμβριο του 2004 το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας ολοκλήρωσε μια μελέτη με τίτλο «Κατασκευές δημοσίου ενδιαφέροντος προστασίας ανθρώπων και πραγμάτων» η οποία είχε διαμορφωθεί σε νομοσχέδιο, το οποίο όμως δεν ψηφίστηκε ποτέ.
Συμπερασματικά, το ρεπορτάζ μας, μάς έδειξε πως και νεότερα- σύγχρονα καταφύγια υπάρχουν στην Αττική και στην υπόλοιπη Ελλάδα αλλά και πλάνο για να χρησιμοποιηθούν αυτά υπάρχει, αν ο μη γένοιτο έρθει η ώρα να τα χρειαστούμε. Υπεύθυνος για αυτό το πλάνο, είναι ο στρατός και το υπουργείο Εθνικής Άμυνας, αλλά όπως ίσως φαντάζεστε τα σχέδια αυτά είναι απόρρητα.
Να σημειωθεί ότι εκτός από τα υπόγεια και τις αποθήκες, αλλά και τα γκαράζ που όλοι λίγο πολύ όλοι οι πολίτες διαθέτουν πια, μεγάλες επιχειρήσεις που δημιουργήθηκαν στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, διαθέτουν τους δικούς τους σύγχρονους χώρους προστασίας, χώροι που είναι σε γνώση του ΓΕΕΘΑ. Να σημειωθεί ότι σήμερα, την ευθύνη για τα καταφύγια έχει το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας.
Όπως πάντως σημειώνει ο κος Κυρίμης αλλά και άλλες πηγές τους ρεπορτάζ μας, η έννοια του καταφυγίου όπως την ξέραμε είναι πια σε ένα μεγάλο βαθμό ξεπερασμένη. Όπως σημειώνει ο κος Κυρίμης: «Τα καταφύγια αντικατόπτριζαν έναν τρόπου πολέμου που πια δεν υπάρχει και που σε μεγάλο βαθμό στηρίζονταν στους τυφλούς βομβαρδισμούς.
»Καθώς τότε δεν υπήρχαν όπλα ακρίβειας, ο πόλεμος και η έκβαση του στηρίζονταν σε μεγάλο βαθμό στους βομβαρδισμούς από αέρος οι οποίοι έπρεπε να είναι πολύ εκτεταμένοι για να πετύχουν τους ζητούμενους στόχους. Στις μέρες μας, υπάρχει τρομερή ακρίβεια στα χτυπήματα που θέλει να πλήξει κάθε επιτιθέμενος. Τα νέα όπλα έχουν κύκλο σφάλματος μόλις δέκα μέτρα. Γι’ αυτό και οι σημερινοί πληγέντες-άμαχοι δεν έχουν σε ποσοστό καμία απολύτως σχέση με το ποσοστό των πληγέντων-αμάχων στα χρόνια του Β’ ΠΠ.
Φυσικά, κτίρια αλλά και μεγάλες επιχειρήσεις που φτιάχτηκαν κατά τα σύγχρονα χρόνια, διαθέτουν χώρους (π.χ. υπόγειοι χώροι στάθμευσης) που σε ώρα ανάγκης μπορούν να λειτουργήσουν σαν καταφύγια. Τις τελευταίες μέρες πολλοί δημοσιογράφοι με έχουν ρωτήσει για τη χρήση του μετρό σαν καταφύγιο. Ας φανταστούμε λίγο το εξής: τη σειρήνα να χτυπάει και εκατοντάδες, χιλιάδες πολίτες να κατεβαίνουν τρέχοντας τις σκάλες. Οι μισοί θα ποδοπατηθούν. Προσωπικά, θα ένιωθα ασφαλέστερος παραμένοντας στο σπίτι μου, παρά προσφεύγοντας στο μετρό».
Τι συμβαίνει με τα καταφύγια στην Ουκρανία- η μαρτυρία ενός Ουκρανού
Ο Ντενύς Τσουτσάγιεβ (Denys Tsutsayev), Ελληνοουκρανός, 34 ετών, μένει στο χωριό Χότιβ, 5 χιλιόμετρα έξω από το Κίεβο. Πριν από λίγες ημέρες, είχε μιλήσει στο Newsbeast για τις μέρες του πολέμου στην πατρίδα του. Ανάμεσα στα άλλα μας είχε πει και τα εξής: «Την ημέρα δουλεύουμε στο δίκτυο υποστήριξης των στρατιωτών και τα βράδια μένουμε στα καταφύγια. Τα καταφύγια εδώ στο χωριό δεν είναι υπέρ πλήρη τα βράδια, όπως αυτά στο Κίεβο, γιατί αρκετός κόσμος έχει το δικό του καταφύγιο ή υπόγειο στο σπίτι του και αυτό χρησιμοποιεί».
Με αφορμή το συγκεκριμένο ρεπορτάζ ο Ντενύς μας είπε και μερικά πράγματα για το πως διαμορφώθηκε η Πολιτική Προστασία στο κομμάτι των καταφύγιων στη χώρα του με αφορμή αυτό τον πόλεμο. Όπως μας είπε: «Τα περισσότερα καταφύγια είναι παλιά και δημιουργήθηκαν την περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης. Το καταφύγιο στο οποίο καταφεύγουμε εμείς για παράδειγμα όλες αυτές τις ημέρες βρίσκεται στο υπόγειο του δημοτικού σχολείου του χωριού. Ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχε συντηρηθεί στην λογική ενός καταφυγίου ενώ κατά καιρούς πέρασε και από άλλες χρήσει όπως π.χ γυμναστήριο.
»Πολλά από τα ουκρανικά καταφύγια που βλέπετε αυτές τις μέρες στις φωτογραφίες είναι πολύ παλιά και πολλά ήταν σε κακή κατάσταση. Στο Κίεβο πάντως υπάρχουν χάρτες που δείχνουν που είναι τα καταφύγια. Το νέο στοιχείο είναι πως μόλις ξεκίνησε ο πόλεμος, το υπουργείο Πολιτικής Προστασίας, δημιούργησε ένα app το οποίο μας προειδοποιεί και κάνει την σειρήνα να χτυπάει στο κινητό μας. Επίσης μας στέλνουν προειδοποιητικά sms και μηνύματα σε ηλεκτρονικές πλατφόρμες. Αν προφυλάσσουν τα καταφύγια; Σίγουρα προφυλάσσουν. Στο Κίεβο, σε μεγάλο βαθμό χρησιμοποιείται σαν καταφύγιο το μετρό, το οποίο διαθέτει ένα από τα μεγαλύτερα βάθη σε μετρό πρωτεύουσας στον κόσμο. Το βάθος του φτάνει και τα 100 μέτρα. Αυτό έχει αποδειχτεί ένα εξαιρετικό καταφύγιο ως τώρα».
- Φωτογραφία εξωφύλλου: υποδειγματικό καταφύγιο 600 ατόμων στον Πειραιά, από το προσωπικό αρχείο Κωνσταντίνου Κυρίμη