Πώς οι δήμοι Νεάπολης – Συκεών και Χαλανδρίου εξασφάλισαν χαμηλή τιμή στα μοριακά τεστ (PCR) για τον κορονοϊό για τις ανάγκες των δημοτών τους εξηγούν οι δήμαρχοι των περιοχών.
Ειδικότερα, στο δήμο Νεάπολης – Συκεών το μοριακό τεστ κοστίζει 27 ευρώ και στο Χαλάνδρι 25 ευρώ, την ώρα που μόλις πριν από λίγες ημέρες μπήκε πλαφόν στην τιμή τους στα 47 ευρώ λόγω έξαρσης της μετάλλαξης Όμικρον και της μεγάλης προσέλευσης των πολιτών στα διαγνωστικά και κάθε είδους εργαστήρια.
Ο δήμαρχος Νεάπολης – Συκεών, Σίμος Δανιηλίδης εξήγησε μιλώντας στον ΣΚΑΪ ότι τον Ιούνιο του 2020 ο απευθύνθηκε στην αγορά και διαπίστωσε με έκπληξη ότι τα μοριακά τεστ κόστιζαν 130 με 150 ευρώ.
«Αρνηθήκαμε να συμβιβαστούμε με αυτού του είδους την κερδοσκοπία», τόνισε ο δήμαρχος που έδωσε εντολή για δημοπρασία με ταχύτατες διαδικασίες και αυστηρούς όρους, με συμβασιοποιημένα με τον ΕΟΔΥ μικροβιολογικά διαγνωστικά εργαστήρια, πιστοποιημένα και αδειοδοτημένα.
Από την πρώτη δημοπρασία η τιμή στα τεστ που πέτυχε ο δήμος ήταν στα 40 ευρώ. Ακολούθησαν άλλες δύο που κατέληξαν στην τιμή των 33 ευρώ. Όταν τελείωσαν και αυτές οι ποσότητες των PCR ο δήμος έκανε άλλες δύο δημοπρασίες εντός του 2021. Τον Αύγουστο η τιμή που απέσπασαν ήταν στα 29 ευρώ και τον Σεπτέμβριο στα 27 ευρώ.
Οι εξετάσεις αυτές γίνονται στα διαγνωστικά κέντρα και αφορούν εργαζόμενους, και πολίτες ωφελούμενους στις δομές του δήμου. Έως τώρα έχουν γίνει 4.000 μοριακές εξετάσεις.
Στο Χαλάνδρι σύμφωνα με τον κ. Ρούση, από τον Νοέμβριο του 2020 ακολουθήθηκε η διαδικασία διαπραγμάτευσης του άρθρου 32 με απευθείας ανάθεση, με τρεις συμβάσεις της τάξεως των 6.000, 8.000 και 20.000 ευρώ.
Ο δήμος βρήκε τιμή από πιστοποιημένο εργαστήριο στα 25 ευρώ, στα 35 ευρώ για τον έλεγχο μεγάλης ομάδας εργαζομένων άνω των 20 ατόμων και στα 40 ευρώ για κατ’ οίκον λήψη δείγματος. Οι τιμές αυτές εξασφαλίστηκαν την περίοδο που η χώρα έμπαινε ξανά στο δεύτερο lockdown.
Στο Χαλάνδρι γίνονται μοριακά τεστ για τους εργαζόμενους (καθαριότητα, κοινωνικές υπηρεσίες, παιδικοί σταθμοί), σε ευπαθείς ομάδες, ενώ υπάρχει και η ανάγκη για έλεγχο του πληθυσμού στον καταυλισμό των Ρομα που υπάρχει στην περιοχή, όπως εξήγησε ο δήμαρχος.