«Με λένε Σόνια και είμαι από τη Λιθουανία. Είμαι 21 χρονών και έχω μία κόρη 4 μηνών. Εξαιτίας της δύσκολης οικονομικής μας κατάστασης έμενα με τους γονείς μου. Ένας θείος μου μας είπε πως έχει έναν γνωστό στην Ελλάδα που θα μπορούσε να μου βρει δουλειά, καθώς είχαν ανάγκη από άτομα που μιλούν ρωσικά για να δουλεύουν σε ταβέρνες και ξενοδοχεία».
Κάπως έτσι ξεκινά η ιστορία της νεαρής Σόνιας, ενός ακόμη κοριτσιού-θύματος τράφικινγκ στην χώρα μας.
Σχεδόν αμέσως μόλις έφθασε στην Ελλάδα, με σωματική κακοποίηση και εκβιασμό για την ασφάλεια της οικογένειάς της στη Λιθουανία, εκείνοι που την παρέλαβαν την υποχρέωσαν να εκδίδεται.
«Ξεκίνησα να δουλεύω. Κάθε λίγους μήνες με μετέφεραν σε άλλη πόλη και σε νησιά και έτσι δεν προλάβαινα να καταλάβω πού βρισκόμουν. Αυτό συνεχίστηκε για περίπου δύο χρόνια. Κάθε φορά που δεν ικανοποιούσα κάποιον πελάτη ή αντιστεκόμουν σε κάτι ακολουθούσε ξύλο. Κάποια στιγμή ένας πελάτης μου, όταν του είπα την ιστορία μου θέλησε να με βοηθήσει. Μου είπε πού είναι το αστυνομικό τμήμα και με άφησε να φύγω. Άρχισα να τρέχω χωρίς να πάρω τίποτα μαζί μου. Έφτασα στην Αστυνομία και με τη βοήθεια διερμηνέα τούς είπα την ιστορία μου», αναφέρει η ίδια, όπως γράφουν σήμερα «Τα Νέα».
Με την κατάθεσή της, οι διακινητές της καταδικάστηκαν και τιμωρήθηκαν με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Η 21χρονη από τη Λιθουανία αποτελεί εξαίρεση, αφού ο φόβος των γυναικών που έχουν πέσει θύματα τράφικινγκ κλείνει τα στόματα.
Υπολογίζεται ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν 10.000 γυναίκες στην ελληνική σεξουαλική βιομηχανία. Κάθε χρόνο, 800.000 άνθρωποι, θύματα εμπορίας, διακινούνται στα διεθνή σύνορα. Συνολικά 27 εκατομμύρια άνθρωποι είναι παγιδευμένοι σήμερα στη δουλεία.