Όσο η αρχαιολογική σκαπάνη προχωρά, τόσο η αγωνία της κοινής γνώμης κορυφώνεται. Τα σενάρια που ακούστηκαν πολλά, οι διεκδικητές του τάφου πολυάριθμοι. Εδώ και πάνω από ένα μήνα, η ανασκαφή στην Αμφίπολη μονοπωλεί το ενδιαφέρον του κοινού, παραμένοντας σταθερά μεταξύ των πιο δημοφιλών ειδήσεων, αποσπώντας καθημερινά δεκάδες σχόλια διαδικτυακών αναγνωστών.
Ρεπορτάζ: Νίκη Παπάζογλου
Παρά τις αρχικές δηλώσεις της πολιτείας για επιβεβαίωση της ελληνικότητας της Μακεδονίας, με το πέρας των ημερών τα σενάρια του μακεδονικού τάφου αμφισβητούνται, ενώ σύμφωνα με νέες δηλώσεις συνιστάται να είμαστε «ψύχραιμοι, σοβαροί και λιγομίλητοι».
Ποια είναι όμως τα ευρήματα εκείνα που απομακρύνουν την εκδοχή του μακεδονικού τάφου, οδηγώντας στην εκδοχή του ρωμαϊκού, και ποιο το κόστος στη συλλογική μας συνείδηση αν διαψευσθούν οι μέχρι τώρα «μεγάλες» προσδοκίες;
To newsbeast.gr συνομίλησε με την αρχαιολόγο κ. Όλγα Παλαγγιά και τον κοινωνιολόγο κ. Γιάννη Σκαρπέλo, σε μια προσπάθεια ερμηνείας των μυστικών του τάφου και του «reality» που εξελίσσεται γύρω από αυτά.
Η αρχαιολογία ως «εθνοποιητική» επιστήμη για παραπάνω από δύο αιώνες συναρπάζει την εθνική φαντασία, ενώ η ανασκαφή, που μοιάζει τόσο πολύ με την αναζήτηση κρυμμένων θησαυρών, υπόσχεται μια κρυμμένη αλήθεια διεγείροντας ισχυρά τη συλλογική φαντασία, αναφέρει ο κ. Γιάννης Σκαρπέλος, κοινωνιολόγος και καθηγητής του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού και του διατμηματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών Ψυχολογία και ΜΜΕ του Παντείου Πανεπιστήμιου Αθηνών.
Από την άλλη η κ Όλγα Παλαγγιά καθηγήτρια κλασσικής αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, εξειδικευμένη στην αρχαία γλυπτική, μιλώντας στο newsbeast.gr, αναφέρει πως το εύρημα της Αμφίπολης είναι πολύ πιο σημαντικό απ’ ό,τι μέχρι σήμερα πιστεύουμε, ακόμα κι αν δεν ανήκει στην μακεδονική περίοδο. Άλλωστε όπως χαρακτηριστικά δηλώνει η ελληνικότητα της Μακεδονίας έχει αποδειχτεί και «δεν περιμένουμε από ένα ακόμα μνημείο να μας επιβεβαιώσει κάτι ήδη τεκμηριωμένο».
Αναφερόμενη στη χρονολόγηση του μνημείου υποστηρίζει πως από τη μελέτη της γλυπτικής του, φαίνεται να ανήκει στη ρωμαϊκή περίοδο και να συνδέεται με τη μάχη των Φιλίππων.
«Από τα μέχρι τώρα αρχαιολογικά δεδομένα της ανασκαφής που γνωρίζουμε, μέσω των επίσημων ανακοινώσεων και των φωτογραφιών που έχει δημοσιοποιήσει το υπουργείο Πολιτισμού, βλέπουμε πως η είσοδος του μνημείου αποτελείται από έναν καμαροσκεπή διάδρομο, δύο μαρμάρινα πρόπυλα με γλυπτό διάκοσμο, τις Σφίγγες και τις Καρυάτιδες. Το γεγονός πως στις πόρτες δεν υπήρχαν θυρόφυλλα, καθώς και η ευρεία χρήση μαρμάρου Θάσου, είναι από τα πρώτα στοιχεία που προκαλούν εντύπωση. Το μάρμαρο δεν χρησιμοποιείτο στη μακεδονική αρχιτεκτονική, ενώ οι μακεδονικοί τάφοι που είχαν μαρμάρινα θυρόφυλλα, δεν χρησιμοποιούσαν μάρμαρο Θάσου».
Σύμφωνα με την κ. Παλαγγιά οι Καρυάτιδες είναι άλλο ένα στοιχείο που πιστοποιεί τη χρονολόγηση του μνημείου στη ρωμαϊκή εποχή. «Το λοξό ιμάτιο αρχαϊκών Κορών που φορούν οι Καρυάτιδες αλλά και ο καθαρά αρχαϊστικός χιτώνας σε συνδυασμό με τη φυσιογνωμία τους, παραπέμπει στην κλασική περίοδο. Η κόμμωσή τους, που είναι συνδυασμός υστεροκλασικών κυματιστών βοστρύχων, οι οποίοι όμως πέφτουν στους ώμους, σχηματίζοντας πλοκάμους περιστρεφόμενους, είναι γνωστή από τη ρωμαϊκή γλυπτική. Οι Καρυάτιδες δηλαδή μιμούμενες τις αρχαϊκές κόρες της Αμφίπολης, μοιάζουν να είναι αρχαϊστικές και το όλο στιλιστικό τους συνονθύλευμα δεν μας παραπέμπει στην εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των επιγόνων του, αλλά σε πολύ μεταγενέστερη», τονίζει η κ. Παλαγγιά, ενώ διευκρινίζει πως «πριν από τα μέσα του 1ου αιώνα π. Χ. δεν υπάρχουν τέτοιες αρχαϊστικές Καρυάτιδες στη μνημειώδη γλυπτική».
Παρόμοια είναι τα συμπεράσματα που προκύπτουν και από τις σφίγγες. «Από την περίοδο του Φειδία μέχρι και τον 1ο π.Χ. αιώνα, δεν έχουμε ούτε Σφίγγες στη μνημειώδη γλυπτική. Υπάρχουν μόνο αγαλματίδια Σφιγγών, ως εξαρτήματα θρόνων καθώς και μικρές σφίγγες αιγυπτιακού τύπου σε τάφους της Αλεξάνδρειας. Οι Σφίγγες της Αμφίπολης είναι κλασικής μορφής, μοιάζουν μορφολογικά με εκείνες του Οκταβιανού και παραπέμπουν στο σύμβολο, το οποίο χρησιμοποιούσε στη σφραγίδα του και τα νομίσματά του», αναφέρει η αρχαιολόγος.
Η δομή του τάφου απέχει από εκείνη των μακεδονικών τάφων
Τέλος συμπληρώνει πως και η ίδια η δομή του τάφου απέχει από εκείνη των μακεδονικών τάφων. «Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα ευρήματα στον τύμβο Καστά, η είσοδος του τύμβου, η οποία αποτελείται από έναν μακρόστενο καμαροσκεπή διάδρομο με τρία επάλληλα πρόπυλα – σε αντίθεση με τους μακεδονικούς τάφους οι οποίοι συνήθως αποτελούνται από έναν προθάλαμο και έναν κυρίως θάλαμο, χωρίς να έχουν διαδρόμους με πρόπυλα – ενισχύει την εκδοχή της ρωμαϊκής χρονολόγησης».
Άξια επισήμανσης, όπως συμπληρώνει, είναι και η ομοιότητα του Τύμβου Καστά με το Μαυσωλείο του Οκταβιανού στη Ρώμη, χτισμένο το 28 π.Χ. «Σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις του υπουργείου και τις φωτογραφίες βλέπουμε πως ο χρωματισμός των ιωνικών παραστάδων έγινε με επίχρισμα και όχι απευθείας στο μάρμαρο, άλλο ένα στοιχείο που μας οδηγεί στην υπόθεση της ρωμαϊκής μίμησης της αρχιτεκτονικής των μακεδονικών τάφων. Στους μακεδονικούς τάφους, οι χρωματισμοί γίνονταν με επίχρισμα».
Όσον αφορά τις δηλώσεις της συναδέλφου, επικεφαλής της ανασκαφής κ. Κατερίνας Περιστέρη, στο σύνολο των αρχαιολόγων, για προσεκτική εκφορά γνώμης, η κ. Παλαγγιά διευκρινίζει πως διατυπώνει απλώς μια υπόθεση ορμώμενη από τη ρωμαϊκή χρονολόγηση των Καρυάτιδων και την ιστορική μάχη των Φιλίππων.
«Το 42 χπ.Χ. συγκρούστηκαν δύο μεγάλοι ρωμαϊκοί στρατοί, από τη μία ο στρατός του Βρούτου και του Κάσιου, δολοφόνων του Ιουλίου Καίσαρα και από την άλλη του Μάρκου Αντώνιου και του Οκταβιανού, ανιψιού και κληρονόμου του Καίσαρα. Η έκβαση αυτού του εμφύλιου πολέμου άλλαξε θα μπορούσαμε να πούμε την πορεία του αρχαίου κόσμου. Ο νικητής Οκταβιανός, προσπάθησε να κατευνάσει τους αντιπάλους για να σταματήσει την διχόνοια, ενώ ο Βρούτος και ο Κάσιος αυτοκτόνησαν. Ειδικά ο Βρούτος τιμήθηκε από τους αντιπάλους του μετά θάνατον. Αν είχε νικήσει ο Βρούτος ίσως δεν είχε ιδρυθεί η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Σ’ αυτά τα ιστορικά δεδομένα πρέπει να προσθέσουμε πως το στρατόπεδο του Μάρκου Αντώνιου και του Οκταβιανού ήταν στην Αμφίπολη ενώ του Βρούτου και του Κάσιου στην Καβάλα και το θησαυροφυλάκιό τους στη Θάσο».
Ενδεχόμενη παραπλάνηση
Κι ενώ η χρονολόγηση των ευρημάτων εγείρει συζητήσεις και αμφισβητήσεις, ο τρόπος με τον οποίο η Πολιτεία προσεγγίζει τις αρχαιολογικές έρευνες στον τύμβο Καστά έχει διαφοροποιηθεί, εφιστώντας προσοχή και λιγότερα λόγια. Σύμφωνα με την αρχαιολόγο, οι πρώτες δηλώσεις του πρωθυπουργού και του υπουργείου οφείλονται σε ενδεχόμενη παραπλάνηση εξαιτίας «των μορφολογικών ομοιοτήτων του ευρήματος με την αρχιτεκτονική των μακεδονικών τάφων. Χαρακτηριστική ομοιότητα είναι εκείνη του μωσαϊκού με τους ρόμβους, στην είσοδο του μνημείου, που παραπέμπει σε ανάλογο μωσαϊκό ενός μακεδονικού τάφου από την Αμφίπολη, που αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο μουσείο της Αμφιπόλεως».
Ωστόσο, τα αίτια του εντονότατου ενδιαφέροντος είναι δύσκολο να αποσαφηνιστούν: αφενός πρόκειται για ένα μοναδικό, τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα, μνημείο, εντυπωσιακό χάρη στο μέγεθος όσο και στον περίτεχνο διάκοσμό του. Αφετέρου ο τύμβος συνδέθηκε εξ’ αρχής με ζητήματα εθνικής ταυτότητας αφού -παρά τις παραινέσεις της επιστημονικής κοινότητας- προβλήθηκε ευρέως ως ο «τάφος του Αλεξάνδρου» ή έστω κάποιου κοντινού του προσώπου.
Η πρώτη ανασκαφή που πραγματοποιείται σχεδόν σε απευθείας μετάδοση
Ο κ. Σκαρπέλος Γιάννης, κοινωνιολόγος και καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, μιλώντας στο newsbeast.gr αναφέρει πως «η εμμονή της κοινής γνώμης εξηγείται, εν μέρει, από την εμμονή των μέσων μαζικής ενημέρωσης, αλλά και από το γεγονός ότι η αρχαιολογική έρευνα συνδέθηκε με την πολιτική ηγεσία λόγω της επίσκεψης του πρωθυπουργού στην Αμφίπολη, στα πρώτα στάδια της ανακάλυψης του τάφου». Παράλληλα, όμως επισημαίνει πως «επειδή η ανακάλυψη είναι σημαντική, είναι φυσικό να προκαλεί το ενδιαφέρον του κοινού. Είναι, άλλωστε, η πρώτη ανασκαφή που πραγματοποιείται σχεδόν σε απευθείας μετάδοση. Δεν χρειάζεται πολλή σκέψη για να αποδεχτούμε πως το ζήτημα της ταυτότητας είναι διαρκώς “παρών” στο δημόσιο λόγο εδώ και 15 χρόνια, με υποστηρικτές και αμφισβητίες. Για άλλη μια φορά, το συλλογικό “φαντασιακό” επιζητά υλικά τεκμήρια για να στηριχθεί στην αναδιαπραγμάτευση της ταυτότητας».
Εύλογη όμως είναι και η σύνδεση του τεράστιου ενδιαφέροντος για τα ευρήματα με την πολιτισμική και αξιακή κρίση που βιώνουμε, αφού μπορούν να ερμηνευτούν ως στήριγμα, ως θετικό σημάδι, ως υπόσχεση για το μέλλον. «Δεν είναι τόσο νοσταλγία για το “ένδοξο παρελθόν”, αλλά αναζήτηση ενός υλικού στηρίγματος στο “άθλιο παρόν”. Φοβάμαι όμως, πως όσο σημαντικά και αν είναι εν τέλει τα ευρήματα, η κρίση θα εξακολουθήσει να βαθαίνει και το αίσθημα ματαίωσης όταν ολοκληρωθεί η ανασκαφή θα γίνει εντονότερο», διευκρινίζει ο κύριος Σκαρπέλος.
Το ενδιαφέρον σε λάθος κατεύθυνση
Το λάθος στην προσέγγιση των αρχαιολογικών ερευνών τόσο από πλευράς πολιτείας, όσο και δημοσιογράφων, όπως λέει, είναι η ταύτιση της ανασκαφής με τα ευρήματα, δηλαδή της διαδικασίας με το σκοπό. «Η ανασκαφή, δηλαδή η διαδικασία, επιτρέπει στα μέσα και στην πολιτική να παράγουν αυτό που ονομάζουμε “επικοινωνιακό γεγονός”. Αυτό έχει θετικές επιπτώσεις στην τηλεθέαση, αλλά στρέφει το ενδιαφέρον σε λάθος κατεύθυνση, και σε κάποιο βαθμό δυσχεραίνει την έρευνα όταν γίνεται υπό την πίεση ενός ολόκληρου λαού που βιάζεται για αποτελέσματα», αναφέρει. Παράλληλα όμως το φαινόμενο της υπερβολικής έκθεσης με την προσπάθεια εντοπισμού της θέσης μας στο χάρτη, δεν σχετίζεται απαραίτητα. Όπως χαρακτηριστικά λέει «η επικοινωνιακή υπερ-προβολή της ανασκαφής δεν συνδέεται με την ανάγκη του λαού, ή του έθνους, να επανεγγραφεί στον παγκόσμιο χάρτη, αν και το τι συνιστά ανάγκη του λαού σε μεγάλο βαθμό το καθορίζουν μακροπρόθεσμα τα μέσα, διδάσκοντάς μας τι πρέπει να θέλουμε»
Εν τέλει όμως, οι επιπτώσεις των μεγάλων προσδοκιών του «φαινόμενου της Αμφίπολης» είναι δυσδιάστατες και μπορεί να έχουν αρνητικό αντίκτυπο για τη χώρα όπως αναφέρει ο κ. Σκαρπέλος. «Το να πεις “βρήκαμε έναν μοναδικό τάφο” είναι αρκετό για να προκαλέσει το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Το να παίζουμε στοίχημα, όμως, ποιος είναι μέσα στον τάφο δημιουργεί σχεδόν ποδοσφαιρικού τύπου προσδοκίες (κέρδη, δόξα). Αυτές οι προσδοκίες θα μπορούσαν μεσοπρόθεσμα να έχουν πολύ πιο αρνητικό αντίκτυπο για τη χώρα -και σίγουρα θα έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην κοινωνία- είτε επαληθευτούν, είτε όχι».